Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 540 εγγραφές [411 - 420] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- εκτελωνίζω [ektelonízo] -ομαι Ρ2.1 : διεκπεραιώνω τις απαιτούμενες από το νόμο διατυπώσεις και παραλαμβάνω από το τελωνείο κτ.: ~ εμπόρευμα επ΄ ονόματί μου / επ΄ ονόματι τρίτου. || (παθ.): Tο εμπόρευμα δεν έχει ακόμα εκτελωνιστεί.
[λόγ. εκ- τελωνίζω μτφρδ. γαλλ. dédouaner]
- εκτελώνιση η [ektelónisi] Ο33 : εκτελωνισμός.
[λόγ. εκτελωνι- (εκτελωνίζω) -σις > -ση]
- εκτελωνισμός ο [ektelonizmós] Ο17 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του εκτελωνίζω· η εκτέλεση των νόμιμων διατυπώσεων για την παραλαβή εμπορεύματος από τελωνείο· εκτελώνιση: Έξοδα / έγγραφα / άδεια εκτελωνισμού. Tο εμπόρευμα έφτασε εγκαίρως αλλά καθυστέρησε ο ~ του.
[λόγ. εκτελωνισ- (εκτελωνίζω) -μός]
- εκτελωνιστής ο [ektelonistís] Ο7 θηλ. εκτελωνίστρια [ektelonístria] Ο27 : επαγγελματίας που αναλαμβάνει τον εκτελωνισμό εμπορευμάτων για λογαριασμό τρίτων.
[λόγ. εκτελωνισ- (εκτελωνίζω) -τής· λόγ. εκτελωνι σ(τής) -τρια]
- εκτελωνιστικός -ή -ό [ektelonistikós] Ε1 : που αφορά τον εκτελωνισμό: Εκτελωνιστικά έγγραφα / έξοδα. || που κάνει εκτελωνισμούς: Εκτελωνιστικό γραφείο.
[λόγ. εκτελωνισ- (εκτελωνίζω) -τικός]
- εκτενής -ής -ές [ektenís] Ε10 : που εκτείνεται, απλώνεται σε μεγάλη έκταση· εκτεταμένος: ~ χώρος. Εκτενές κείμενο, με πολλές, αναλογικά προς το θέμα του, σελίδες. ANT σύντομο. || που αναφέρεται σε πολλά, σε πολλές όψεις ή λεπτομέρειες. ANT σύντομος, περιληπτικός: ~ αφήγηση / αναφορά / συζήτηση / ανάλυση. || (εκκλ.) ~ δέηση και ως ουσ. η εκτενής, που απαγγέλλεται κατά τη Θεία Λειτουργία μετά τα αναγνώσματα υπέρ των ευεργετών του ναού, του αρχιεπισκόπου, των ευσεβών χριστιανών κ.ά.
εκτενώς ΕΠIΡΡ για πολύ χρόνο ή λεπτομερώς, αναλυτικώς, εν εκτάσει: Aπέφυγε να μιλήσει ~ για ό,τι δε γνώριζε καλά. [λόγ. < ελνστ. ἐκτενής, αρχ. σημ.: `προσκολλημένος, φιλικός΄· λόγ. εκτεν(ής) -ώς]
- εκτεταμένος -η -ο [ektetaménos] Ε3 μππ. του εκτείνω : που εκτείνεται, απλώνεται σε μεγάλη έκταση· εκτενής: Εκτεταμένα σύνορα. Εκτεταμένες παραλίες. Εκτεταμένη οροσειρά. || Εκτεταμένη περιοχή, ευρεία. || Εκτεταμένη βιβλιογραφία / συζήτηση. || Εκτεταμένες αρμοδιότητες, πολλές, ποικίλες, όχι περιορισμένες.
εκτεταμένα & (λόγ.) εκτεταμένως ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. ἐκτεταμένος μππ. του ρ. ἐκτείνω· λόγ. < ελνστ. ἐκτεταμένως]
- εκτημόριο το [ektimório] Ο40 : (λόγ.) το καθένα από τα έξι ίσα μέρη στα οποία διαιρείται κτ.
[λόγ. < ελνστ. ἑκτημόριον]
- εκτίμηση η [ektímisi] Ο33 : 1. ο υπολογισμός αξίας υλικής ή ηθικής, ποιότητας, σημασίας, σοβαρότητας κτλ. ενός πράγματος ή μιας κατάστασης, ενός γεγονότος κτλ.: ~ ζημιών. ~ αξίας ακινήτου. || κρίση, γνώμη αξιολογική: Kατά την εκτίμησή μου
2. καλή, θετική γνώμη για πρόσωπο: Έχω / τρέφω ~ για κπ., τον εκτιμώ, τον σέβομαι. Bαθιά / πολλή ~. Δεν του έχω και πολλή ~. Tον έχω σε μεγάλη ~. Xαίρω* της εκτιμήσεως κάποιου. ΦΡ ανεβαίνω* στην ~ κάποιου. κάποιος ανεβαίνει στην εκτίμησή μου.
[λόγ. < ελνστ. ἐκτίμη(σις) -ση]
- εκτιμητής ο [ektimitís] Ο7 θηλ. εκτιμήτρια [ektimítria] Ο27 : α. αυτός που κάνει εκτιμήσεις, που, κατά τη δική του εμπειρία και κρίση, αναλαμβάνει να προσδιορίσει την υλική (χρηματική) αξία ενός πράγματος: Tο δικαστήριο τον διόρισε ως εκτιμητή των ζημιών. ~ έργων τέχνης. ~ ακινήτου. β. αυτός που κρίνει και αποφαίνεται για τη σημασία γεγονότων, καταστάσεων κτλ.: Οι πολιτικοί εκτιμητές αποδίδουν ιδιαίτερη σημασία στο προσεχές ταξίδι του πρωθυπουργού.
[λόγ. εκτιμη- (εκτιμώ) -τής· λόγ. εκτιμη(τής) -τρια]



