Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εκ
540 εγγραφές [181 - 190]
εκκολαπτικός -ή -ό [ekolaptikós] Ε1 : που προετοιμάζει την εκκόλαψη νεοσσών: Εκκολαπτικά μέσα. Εκκολαπτική μηχανή, που χρησιμεύει για την τεχνική επώαση και εκκόλαψη νεοσσών· επωαστική μηχανή, κλωσομηχανή· (πρβ. εκκολαπτήριο).

[λόγ. εκκολάπτ(ω) -ικός μτφρδ. γαλλ. incubateur]

εκκολάπτω [ekolápto] -ομαι Ρ4 : 1. (για πτηνά) προκαλώ την έξοδο νεοσσού από το αυγό. || (παθ., για πτηνά και άλλα ωοτόκα ζώα, ψάρια, έντομα κτλ.) σπάζω το περίβλημα (του αυγού κτλ.) μέσα στο οποίο αναπτύχθηκα και βγαίνω έξω από αυτό. 2. (μτφ., παθ.) για ό,τι διαμορφώνει τα πλήρη χαρακτηριστικά του, μέσα σε ένα περιβάλλον και κάτω από την επίδρασή του, και έτσι παρουσιάζεται ή εκδηλώνεται· (πρβ. ωριμάζω): Στο πνευματικό αυτό περιβάλλον εκκολάφθηκαν οι νέες ιδέες. || (μπε.) συνήθ. για πρόσωπο που ακόμα δεν έχει αποκτήσει μια επαγγελματική ή άλλη ιδιότητα, αλλά προετοιμάζεται και θα την αποκτήσει σύντομα: Εκκολαπτόμενος δημοσιογράφος / πολιτικός / ποιητής. || (ειρ.): Εκκολαπτόμενος διαρρήκτης / κλέφτης.

[λόγ.: 1: αρχ. ἐκκολάπτω· 2: κατά τη σημ. του εκκόλαψηβ]

εκκόλαψη η [ekólapsi] Ο33 : η διαδικασία του εκκολάπτω. α. η έξοδος νεογνού από το αυγό (για πτηνά και άλλα ωοτόκα ζώα) ή από το κουκούλι (για έντομα): ~ με θραύση / με διάρρηξη. β. (μτφ.) πλήρης διαμόρφωση και εμφάνιση, υπό την επίδραση ορισμένου περιβάλλοντος: Οι ιδέες τους βοήθησαν στην ~ και στο φούντωμα του ποιητικού ρομαντισμού.

[λόγ.: α: αρχ. ἐκκόλαψις (-σις > -ση)· β: σημδ. γαλλ. incu bation]

εκκρεμές το [ekremés] Ο (βλ. Ε10) : 1. (φυσ.) για στερεό σώμα που κρέμεται από σταθερό σημείο έτσι ώστε, όταν τίθεται σε κίνηση, να εκτελεί συνεχείς και αρμονικές ταλαντώσεις στο χώρο: Φυσικό ή σύνθετο ~, σώμα βαρύ που ταλαντεύεται γύρω από οριζόντιο άξονα ο οποίος δεν περνά από το κέντρο βάρους του. Mαθηματικό ή απλό ~, υλικό σημείο που κινείται διατηρώντας μια σταθερή απόσταση από άλλο συγκεκριμένο σημείο. ~ στρέψης, που εκτελεί ταλαντώσεις γύρω από κατακόρυφο άξονα. Mαγνητικό ~, που κινείται κάτω από την επίδραση ενός μαγνητικού πεδίου. Tο ~ χρησιμοποιήθηκε προπάντων για τη μέτρηση του χρόνου. 2. παλαιού τύπου ρολόι τοίχου ή επιτραπέζιο που λειτουργεί με εκκρεμές.

[λόγ. ουσιαστικοπ. ουδ. του επιθ. εκκρεμής σημδ. γαλλ. pendule]

εκκρεμής -ής -ές [ekremís] Ε10 : 1. (για υποθέσεις, ζητήματα κτλ.) αυτός για τον οποίο ακόμη δεν έχουν πάρει οριστική απόφαση ή δεν έχουν δώσει οριστική λύση· που είναι σε εκκρεμότητα, που εκκρεμεί: Εκκρεμείς υποθέσεις. Εκκρεμή ζητήματα / προβλήματα / θέματα. ~ δικαστική υπόθεση, που δεν εκδικάστηκε ακόμα. ~ λογαριασμός. Εκκρεμείς οικονομικές διαφορές, που δεν επιλύθηκαν ή δεν τακτοποιήθηκαν ακόμη. 2. (ως ουσ.) το εκκρεμές*.

[λόγ. < ελνστ. ἐκκρεμής `που κρέμεται΄ σημδ. γαλλ. en suspens]

εκκρεμοδικία η [ekremoδikía] Ο25 : (νομ.) η κατάσταση στην οποία βρίσκεται μια υπόθεση από τη στιγμή που ασκείται σχετική αγωγή ως την οριστική εκδίκασή της: Kατά τη διάρκεια της εκκρεμοδικίας δεν μπορεί να γίνει νέα δίκη για την ίδια επίδικη διαφορά, μεταξύ των ίδιων διαδίκων, που παρίστανται με την ίδια ιδιότητα.

[λόγ. εκκρεμ(ής) -ο- + δίκ(η) -ία μτφρδ. γαλλ. litispendage]

εκκρεμότητα η [ekremótita] Ο28 : 1. η κατάσταση εκείνου που είναι εκκρεμής, που εκκρεμεί: Aφήνω κτ. σε ~, δε δίνω οριστική λύση ή δεν παίρνω ακόμη οριστική απόφαση γι΄ αυτό. Πόσο θα κρατήσει ακόμη αυτή η ~; Είμαι / βρίσκομαι σε ~. 2. για υποθέσεις, ζητήματα κτλ. που είναι εκκρεμή, που εκκρεμούν: Έφυγε, αφήνοντας κάποιες οικονομικές εκκρεμότητες. Έχω κάποια μικρή ~ να τακτοποιήσω. Πολιτικές εκκρεμότητες.

[λόγ. εκκρεμ(ής) -ότης > -ότητα]

εκκρεμώ [ekremó] Ρ10.9α (συνήθ. στο γ' πρόσ.) : για υπόθεση, ζήτημα κτλ. για το οποίο ακόμη δεν έχουν δώσει οριστική λύση ή δεν έχουν πάρει οριστική απόφαση· δεν έχω ακόμα λήξει οριστικά, δεν έχω ακόμα τελική έκβαση: Εκκρεμεί μια απόφαση, δεν έχει ακόμα ληφθεί οριστικά. Εκκρεμεί μια αίτηση, δεν έχει ακόμη εξεταστεί, είναι υπό εξέταση. Εκκρεμεί μια υπόθεση στο δικαστήριο, ακόμη δεν εκδικάστηκε οριστικά. Εκκρεμεί μια διαφορά, ακόμη δεν αντιμετωπίστηκε και δεν επιλύθηκε οριστικά.

[λόγ. εκκρεμ(ής) -ώ (πρβ. αρχ. ἐκκρεμάννυμι `κρατιέμαι από΄)]

έκκριμα το [ékrima] Ο49 : (φυσιολ.) το υλικό προϊόν έκκρισης, η ουσία η οποία εκκρίνεται· έκκρισηγ.

[λόγ. < ελνστ. ἔκκριμα]

εκκρίνω [ekríno] -ομαι Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.) : (για κύτταρο, ιστούς, όργανα κτλ.) παράγω ειδική ουσία (σε υγρή συνήθ. κατάσταση) και τη διοχετεύω προς τα έξω ή μέσα σε μία κοιλότητα, ή στο αίμα: Tο ήπαρ εκκρίνει χολή. || για φυτά που αποβάλλουν από τον κορμό και τους βλαστούς τους κάποια ρευστή ουσία: Tα πεύκα εκκρίνουν ρητίνη.

[λόγ. < αρχ. ἐκκρίνω]

< Προηγούμενο   1... 17 18 [19] 20 21 ...54   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες