Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 540 εγγραφές [171 - 180] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- εκκλησιασμός ο [eklisiazmós] Ο17 : η παρακολούθηση ιερής ακολουθίας σε εκκλησία: Tο Yπουργείο Παιδείας διέταξε τον υποχρεωτικό εκκλησιασμό των μαθητών.
[λόγ. < ελνστ. ἐκκλησιασμός `σύγκληση συνέλευσης΄ κατά τη σημ. του εκκλησιάζομαι]
- εκκλησιαστήριο το [eklisiastírio] Ο40 : ως γενικός χαρακτηρισμός οικήματος ή χώρου που χρησιμοποιήθηκε από τους πρώτους χριστιανούς για τις θρησκευτικές τους συγκεντρώσεις και τον εκκλησιασμό τους.
[λόγ. < ελνστ. ἐκκλησιαστήριον]
- εκκλησιαστικός -ή -ό [eklisiastikós] Ε1 : που ανήκει ή αναφέρεται στην εκκλησίαI ή είναι σύμφωνος με τις απόψεις και τους κανόνες της: Εκκλησιαστική οργάνωση / ηγεσία / ιεραρχία. Εκκλησιαστική ιστορία / διδασκαλία / ποίηση / μουσική / ρητορική. Εκκλησιαστική φιλολογία· (πρβ. πατρολογία). Εκκλησιαστικό αξίωμα / συμβούλιο / δικαστήριο. Εκκλησιαστικό Δίκαιο, Kανονικό Δίκαιο. || Εκκλησιαστικά σκεύη / βιβλία, που χρησιμοποιούνται κατά την τέλεση της ιερής ακολουθίας.
εκκλησιαστικώς ΕΠIΡΡ κατά την άποψη της Εκκλησίας. [λόγ. < ελνστ. ἐκκλησιαστικός, αρχ. σημ.: `της εκκλησίας του δήμου΄· λόγ. < ελνστ. ἐκκλησιαστικῶς]
- εκκλησιολογία η [eklisiolojía] Ο25 : το μέρος της δογματικής θεολογίας που εξετάζει τα σχετικά με τη φύση, την ουσία, τις ιδιότητες, τις δομές κτλ. της εκκλησίαςI.
[λόγ. < γαλλ. ecclésiologie < ελνστ. ἐκκλησί(α) -ο- + -logie = -λογία]
- εκκοκκίζω [ekokízo] -ομαι Ρ2.1 : (λόγ.) αποχωρίζω φυτικούς σπόρους από το περίβλημά τους.
[λόγ. < ελνστ. ἐκκοκκίζω `αφαιρώ τους κόκκους΄ σημδ. γαλλ. égrener]
- εκκόκκιση η [ekókisi] Ο33 : ο αποχωρισμός φυτικών σπόρων από το περίβλημά τους· εκκοκκισμός: ~ αραβοσίτου / βάμβακος / λιναριού.
[λόγ. εκκοκκι- (εκκοκκίζω) -σις > -ση]
- εκκοκκισμός ο [ekokizmós] Ο17 : εκκόκκιση.
[λόγ. εκκοκκισ- (εκκοκκί ζω) -μός]
- εκκοκκιστήριο το [ekokistírio] Ο40 : εργοστάσιο εκκοκκισμού: Εκκοκκιστήρια βάμβακος.
[λόγ. εκκοκκισ- (εκκοκκίζω) -τήριον]
- εκκοκκιστικός -ή -ό [ekokistikós] Ε1 : που χρησιμοποιείται για την εκκόκκιση: Εκκοκκιστική μηχανή.
[λόγ. εκκοκκισ- (εκκοκκίζω) -τικός μτφρδ. γαλλ. égreneuse]
- εκκολαπτήριο το [ekolaptírio] Ο40 : α. (λόγ.) χώρος για την εκκόλαψη νεοσσών. || εκκολαπτική μηχανή. β. (μτφ.) το ανθρώπινο περιβάλλον στο οποίο γεννιέται, αναπτύσσεται και καλλιεργείται κτ. (ιδέες, άνθρωποι κτλ.): ~ νεοφασιστικών ιδεών. ~ κλεφτών. ~ νέων ιδεών. H εφημερίδα υπήρξε ~ πολλών νεότερων και ικανών δημοσιογράφων· (πρβ. φυτώριο).
[λόγ. εκκολάπ(τω) -τήριον]



