Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 540 εγγραφές [121 - 130] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- εκζήτηση η [egzítisi] Ο33 : ο χαρακτήρας και ο τρόπος του εξεζητημένου· επιτήδευση: H ευγένειά του έφτανε τα όρια της εκζήτησης.
[λόγ. < ελνστ. ἐκζήτη(σις) `συλλογισμός, έρευνα΄ -ση κατά τη σημ. της λ. εξεζητημένος]
- εκηβόλος -ος -ο [ekivólos] Ε14 : (λόγ., για όπλο) που ρίχνει, βάλλει μακριά. ANT αγχέμαχος.
[λόγ. < αρχ. ἐκηβόλος `που πετυχαίνει το στόχο΄ αρχ. παρετυμ. κατά το ἑκάς]
- έκθαμβος -η -ο [ékθamvos] Ε5 : (για πρόσ.) που έχει καταληφθεί από ένα έντονο συναίσθημα έκπληξης και θαυμασμού για κτ. το εξαιρετικά ωραίο· κατάπληκτος, έκπληκτος, εκστατικός, ενεός: Για ώρα πολλή στέκονταν έκθαμβοι μπροστά στη θεϊκή ομορφιά της. Tο κάλλος της μας άφησε έκθαμβους. || (λογοτ.): Έκθαμβο βλέμμα.
[λόγ. < ελνστ. ἔκθαμβος]
- εκθαμβωτικός -ή -ό [ekθamvotikós] Ε1 : 1. (για φως, πηγή φωτός κτλ.) που είναι τόσο ισχυρός, έντονος, ώστε να εμποδίζει, να αμβλύνει ή να θολώνει την όραση· θαμπωτικός, εκτυφλωτικός: Εκθαμβωτικά φώτα. Εκθαμβωτική λάμψη. Εκθαμβωτικοί προβολείς. ~ ήλιος. || Εκθαμβωτική λευκότητα / στιλπνότητα. Εκθαμβωτικά χρώματα. 2. που αφήνει έκθαμβους όσους τον βλέπουν, που τους προκαλεί έντονο θαυμασμό· καταπληκτικός, εκπληκτικός, έξοχος, υπέρλαμπρος: Εκθαμβωτική ομορφιά. Εκθαμβωτικό κάλλος.
εκθαμβωτικά ΕΠIΡΡ στη σημ. 2: ~ ωραίος. [λόγ. εκθαμβω- (θ. του εκθαμβώνω < έκθαμβ(ος) -ώνω) -τικός]
- εκθειάζω [ekθiázo] -ομαι Ρ2.1 : επαινώ κπ. ή κτ., μιλώντας με ενθουσιασμό, με θέρμη και θαυμασμό· εγκωμιάζω, εξαίρω: ~ τις αρετές / τις ικανότητες / την εντιμότητα κάποιου. ~ ένα βιβλίο / ένα έργο. ~ ένα πρόσωπο για τις αρετές του / για το ταλέντο του. ~ την τέχνη / την εργατικότητα / την ευφυΐα κάποιου. ~ τη συνεισφορά / το έργο κάποιου. Δεν είναι και τόσο επιδέξιος όσο τον εκθειάζεις. Είχαμε βαρεθεί να την ακούμε να εκθειάζει τη μεγαλοφυΐα του γιου της.
[λόγ. < ελνστ. ἐκθειάζω `λατρεύω σαν θεό΄]
- εκθειασμός ο [ekθiazmós] Ο17 : το να εγκωμιάζεται κάποιος ή κτ.· ένθερμος ή υπερβολικός έπαινος.
[λόγ. < ελνστ. ἐκθειασμός `έμπνευση΄ κατά τη σημ. του εκθειάζω]
- εκθειαστής ο [ekθiastís] Ο7 θηλ. εκθειάστρια [ekθiástria] Ο27α : (για πρόσ.) αυτός που εκθειάζει ένα πρόσωπο ή το έργο, τη δραστηριότητα, την ιδιότητα κτλ. προσώπου: Ένθερμοι εκθειαστές.
[λόγ. εκθειασ- (εκθειάζω) -τής· λόγ. εκθειασ(τής) -τρια]
- εκθειαστικός -ή -ό [ekθiastikós] Ε1 : (για λόγο κτλ.) που εκθειάζει, που εγκωμιάζει με θέρμη και ενθουσιασμό· εγκωμιαστικός, πολύ επαινετικός: Εκθειαστική κριτική / παρουσίαση.
[λόγ. εκθειαστ(ής) -ικός]
- έκθεμα το [ékθema] Ο49 (συνήθ. πληθ.) : για κάθε αντικείμενο το οποίο εκτίθεται σε δημόσια θέα, κυρίως στο χώρο μιας καλλιτεχνικής, εμπορικής κτλ. έκθεσης, ενός μουσείου, κτλ.: Πλούσια / σπάνια / πολύτιμα / εντυπωσιακά εκθέματα. Tα εκθέματα ενός μουσείου / ενός καταστήματος. Tο πλήθος και η ποικιλία των εκθεμάτων εντυπωσιάζει τους επισκέπτες.
[λόγ. < ελνστ. ἔκθεμα `διακήρυξη΄ κατά τη σημ. του εκθέτωI1]
- εκθεμελιώνω [ekθemelióno] -ομαι Ρ1 : (λόγ.) α. γκρεμίζω, κατεδαφίζω ένα οικοδόμημα από τα θεμέλιά του, ολοσχερώς. β. (συνήθ. μτφ.) καταστρέφω ολοκληρωτικά: H κρίση απειλεί να εκθεμελιώσει όλο το οικοδόμημα του δημοκρατικού πολιτεύματος.
[λόγ. εκ- θεμέλι(ον) -ώ > -ώνω μτφρδ. του νεοελλ. ξεθεμελιώνω]



