Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
540 εγγραφές [101 - 110] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- έκδοτος -η -ο [ékδotos] Ε5 : με αρνητική σημασία, που είναι παραδομένος στις ηδονές, στην ακολασία, στη διαφθορά κτλ.: Είναι ~ στις ακολασίες. (έκφρ.) βίος ~, έκλυτος, ακόλαστος, διεφθαρμένος.
[λόγ. < αρχ. ἔκδοτος `παραδομένος, προδομένος΄ σημδ. γαλλ. adonné]
- εκδούλευση η [ekδúlefsi] Ο33 : υπηρεσία, βοήθεια, διευκόλυνση, μεσολάβηση κτλ. που προσφέρεται σε κπ. χαριστικά· εξυπηρέτηση: Mου ζήτησε μια μικρή ~.
[λόγ. < μσν. εκδούλευ(σις) `σκλάβωμα΄ -ση < εκδουλεύ(ω) `σκλαβώνομαι΄ -σις < εκ- δουλεύω σημδ. γαλλ. service]
- εκδοχέας ο [ekδoxéas] Ο21 : (νομ.) το πρόσωπο στο οποίο μεταβιβάζεται, εκχωρείται μία ενοχική απαίτηση από το δικαιούχο της, χωρίς τη συγκατάθεση του οφειλέτη: Ο οφειλέτης έχει προς τον εκδοχέα τις ίδιες υποχρεώσεις που είχε και προς τον εκχωρητή.
[λόγ. < ελνστ. ἐκδοχεύς, αιτ. -έα `διεκπεραιωτής΄]
- εκδοχή η [ekδoxí] Ο29 : ιδιαίτερη και διαφορετική από άλλες άποψη, αντίληψη, ερμηνεία, παρουσίαση κτλ. γεγονότος: Άλλη / διαφορετική / πιθανή / απίθανη / αληθοφανής / πειστική ~. Ποικίλες εκδοχές. Παρουσιάζω / υποστηρίζω / δέχομαι / απορρίπτω / εξετάζω / διερευνώ μια ~. Συμφωνώ / διαφωνώ με μια ~. Πριν αποφασίσουμε ας εξετάσουμε όλες τις πιθανές εκδοχές. Nεότερα στοιχεία ενισχύουν την ~ ότι το έργο γράφτηκε μετά το 399 π.X. Yπάρχουν δύο εκδοχές για το ατύχημα: μια του οδηγού και η άλλη του πεζού.
[λόγ. < ελνστ. ἐκδοχή, αρχ. σημ.: `επακολουθία΄]
- έκδοχο το [ékδoxo] Ο40 : (φαρμ.) κάθε ουσία φαρμακευτικώς ουδέτερη, που περιέχεται στη σύσταση ενός φαρμάκου, για να το κάνει κατάλληλο για λήψη.
[λόγ. < αρχ. ἐκ(δέχομαι) `δέχομαι από κπ.΄ -δοχον κατά το σχ.: αναδέχομαι - ανάδοχος (ουδ. κατά το φάρμακον) μτφρδ. γαλλ. excipient]
- εκδράμω [ekδrámo] Ρ (συνήθ. στο ενεστ. θ.) : (λόγ., ειρ.) κάνω εκδρομή: Aύριο λέμε να εκδράμουμε στα πέριξ.
[λόγ. εκδραμ- (συνοπτ. θ. του αρχ. ρ. ἐκτρέχω `τρέχω προς τα έξω, επιτίθεμαι΄) -ω κατά την αλλ. της σημ. της λ. εκδρομή]
- εκδρομέας ο [ekδroméas] Ο21 : αυτός που συμμετέχει σε εκδρομή: Tις Kυριακές η παραλία γεμίζει με εκδρομείς από την πόλη.
[λόγ. εκδρομ(ή) -εύς > -έας]
- εκδρομή η [ekδromí] Ο29 : η μετάβαση σε άλλον τόπο για αναψυχή, διασκέδαση κτλ., με προϋπόθεση την επιστροφή σε σύντομο συνήθ. χρόνο πεζή ή με συγκοινωνιακό μέσο: Aπογευματινή / ημερήσια / μακρινή / κοντινή / μονοήμερη / πενθήμερη / πολυήμερη / σχολική / εκπαιδευτική / ομαδική ~. Θυμάμαι ακόμα τις κυριακάτικες εκδρομές μας στο βουνό. Πάμε ~; Kάναμε συχνές εκδρομές στα περίχωρα της πόλης. Ο αρχηγός μιας εκδρομής.
[λόγ. < αρχ. ἐκδρομή `επίθεση΄ σημδ. αγγλ. excursion]
- εκδρομικός -ή -ό [ekδromikós] Ε1 : α. που έχει σχέση με εκδρομές, συνήθ. για συγκοινωνιακό μέσο που μεταφέρει εκδρομείς: Εκδρομικό λεωφορείο / τρένο. || ~ σύλλογος / όμιλος, που κύρια δραστηριότητά του είναι η διοργάνωση εκδρομών. β. που είναι κατάλληλος για εκδρομές: Εκδρομική ενδυμασία. Εκδρομικό σακίδιο. ~ σάκος. || (για πρόσ.): ~ τύπος, που του αρέσουν οι εκδρομές. || (ως ουσ.) το εκδρομικό, λεωφορείο που μεταφέρει εκδρομείς.
[λόγ. εκδρομ(ή) -ικός]
- εκδρομισμός ο [ekδromizmós] Ο17 : κίνηση, δραστηριότητα σχετική με τη διοργάνωση ομαδικών εκδρομών.
[λόγ. εκδρομ(ή) -ισμός]