Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εκτιμώ
1 εγγραφή
εκτιμώ [ektimó] & -άω Ρ10.1α -ώμαι Ρ11 : 1. υπολογίζω την αξία, την ποιότητα, το μέγεθος, τη σημασία κτλ. πραγμάτων, ενεργειών, καταστάσεων: Tου ζήτησαν να εκτιμήσει την αξία του. Πώς εκτιμάτε τις ενέργειές του; 2. έχω καλή γνώμη για κτ. ή για κπ., υπολήπτομαι: Σας ~ και σας σέβομαι. || έχω την καλή, τη θετική γνώμη, αυτή που αρμόζει: Εκτίμησα την ειλικρίνειά τους.

[λόγ. < αρχ. ἐκτιμῶ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες