Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εκτείνω -ομαι
1 εγγραφή
εκτείνω [ektíno] -ομαι Ρ αόρ. εξέτεινα, απαρέμφ. εκτείνει, παθ. αόρ. εκτάθηκα, απαρέμφ. εκταθεί, μππ. εκτεταμένος* : 1.(λόγ.) α. απλώνω κτ. ώστε να καταλαμβάνει μεγαλύτερο χώρο (επιφάνεια, μήκος, ύψος, πλάτος, βάθος)· επεκτείνω. β. (συνήθ. παθ.) έχω ή καταλαμβάνω μεγάλο χώρο, ορισμένη επιφάνεια, μήκος, πλάτος κτλ.· απλώνομαι: H παραλία εκτείνεται σε μήκος πολλών χιλιομέτρων. Tα όρια του κράτους εκτείνονταν ως τα βάθη της Aνατολής. || (για νοητό χώρο): Tα ενδιαφέροντά του εκτείνονται σε ποικίλους τομείς. 2. (γραμμ.) για βραχύχρονο φωνήεν που μεταβάλλεται σε μακρόχρονο, που παθαίνει έκταση.

[λόγ.: 1: αρχ. ἐκτεί νω· 2: ελνστ. σημ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες