Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εκποδών
1 εγγραφή
εκποδών [ekpoδón] επίρρ. : στη λόγια ΦΡ θέτω κπ. ~, απαλλάσσομαι από κπ., κάνοντάς τον ανίκανο να με εμποδίσει ή να με βλάψει· ΣYN έκφρ. βγάζω από τη μέση.

[λόγ. < αρχ. ἐκποδών]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες