Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εκμισθωτής
1 εγγραφή
εκμισθωτής ο [ekmisθοtís] Ο7 θηλ. εκμισθώτρια [ekmisθótria] Ο27 : (νομ.) αυτός που εκμισθώνει κτ., που παραχωρεί σε κπ. το δικαίωμα χρήσης ενός πράγματος, αντί συμφωνημένου τιμήματος και για ορισμένο χρόνο. ANT μισθωτής, ενοικιαστής: Ο ~ μπορεί να καταγγείλει τη σύμβαση, όταν ο μισθωτής αρνείται να καταβάλει το μίσθιο. ~ καλλιεργήσιμης γης, πακτωτής. ~ πλοίου, εκναυλωτής.

[λόγ. εκμισθω- (δες εκμισθώ νω) -τής· λόγ. εκμισθω(τής) -τρια]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες