Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- εκλιπαρώ [ekliparó] Ρ10.9α : παρακαλώ θερμά και επίμονα κπ. να κάνει κτ.· ικετεύω, θερμοπαρακαλώ: Tον εκλιπάρησαν να δείξει λίγη επιείκεια. Εκλιπαρούσε για λίγη κατανόηση / αγάπη.
[λόγ. < ελνστ. ἐκλιπαρῶ]



