Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εκλεπτυσμένος
1 εγγραφή
εκλεπτυσμένος -η -ο [ekleptizménos] Ε3 μππ. του εκλεπτύνω : καλλιεργημένος, εξευγενισμένος, λεπτός: Εκλεπτυσμένη και ευαίσθητη ψυχή. Εκλεπτυσμένοι τρόποι, ευγενικοί. Εκλεπτυσμένα ήθη. || Εκλεπτυσμένο χιούμορ, οξύ και διακριτικό, λεπτό. Εκλεπτυσμένο γούστο. εκλεπτυσμένα ΕΠIΡΡ.

[λόγ. μππ. του εκλεπτύνω μτφρδ. γαλλ. raffiné ή αγγλ. refined]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες