Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εκκλησιαστικό
1 εγγραφή
εκκλησιαστικός -ή -ό [eklisiastikós] Ε1 : που ανήκει ή αναφέρεται στην εκκλησίαI ή είναι σύμφωνος με τις απόψεις και τους κανόνες της: Εκκλησιαστική οργάνωση / ηγεσία / ιεραρχία. Εκκλησιαστική ιστορία / διδασκαλία / ποίηση / μουσική / ρητορική. Εκκλησιαστική φιλολογία· (πρβ. πατρολογία). Εκκλησιαστικό αξίωμα / συμβούλιο / δικαστήριο. Εκκλησιαστικό Δίκαιο, Kανονικό Δίκαιο. || Εκκλησιαστικά σκεύη / βιβλία, που χρησιμοποιούνται κατά την τέλεση της ιερής ακολουθίας. εκκλησιαστικώς ΕΠIΡΡ κατά την άποψη της Εκκλησίας.

[λόγ. < ελνστ. ἐκκλησιαστικός, αρχ. σημ.: `της εκκλησίας του δήμου΄· λόγ. < ελνστ. ἐκκλησιαστικῶς]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες