Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- εκείθε [ekíθe] επίρρ. τοπ. : (λαικότρ.) από εκεί, από την εκεί μεριά.
[μσν. εκείθε(ν) < αρχ. ἐκεῖθεν]
- εκείθεν [ekíθen] επίρρ. τοπ. : μόνο στη λόγια έκφραση ένθεν* και ~/ ένθεν* κακείθεν.
[λόγ. < αρχ. ἐκεῖθεν]



