Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- εκατόλιτρο το [ekatólitro] Ο41 : μονάδα όγκου και χωρητικότητας ίση με εκατό λίτρα.
[λόγ. < γαλλ. hectolitre < hecto- < αρχ. ἑκατό(ν) (σφαλερά) + litre = λίτρο]
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[λόγ. < γαλλ. hectolitre < hecto- < αρχ. ἑκατό(ν) (σφαλερά) + litre = λίτρο]
| © 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |