Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 180 εγγραφές [171 - 180] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- είσπραξη η [íspraksi] Ο33 : α. η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του εισπράττω. ANT πληρωμή: Aπόδειξη είσπραξης. Ένταλμα είσπραξης. Δημόσιο Tαμείο Εισπράξεων. β. (συνήθ. πληθ.) το σύνολο των χρημάτων που εισπράττει κάποιος· (πρβ. τζίρος): Οι εισπράξεις ενός καταστήματος / μιας επιχείρησης.
[λόγ. < αρχ. εἴσπραξις (-σις > -ση) `συλλογή φόρων΄ & σημδ. γαλλ. perception]
- εισπράττω [ispráto] -ομαι Ρ αόρ. εισέπραξα, απαρέμφ. εισπράξει, παθ. αόρ. εισπράχθηκα, απαρέμφ. εισπραχθεί : 1. παίρνω από κπ., για λογαριασμό μου ή για λογαριασμό τρίτων, χρηματικό ποσό που το οφείλει. ANT πληρώνω, καταβάλλω: ~ τόκους / ενοίκιο / φόρους. ~ προκαταβολή / δόσεις. Εισέπραξα δέκα χιλιάδες έναντι λογαριασμού / για την εξόφληση λογαριασμού. || Tο ποσό θα εισπραχτεί σε δώδεκα δόσεις. 2. (μτφ.) γίνομαι ο αποδέκτης των συνεπειών (θετικών ή αρνητικών αντιδράσεων, κρίσεων, εκδηλώσεων ευαρέσκειας ή απαρέσκειας κτλ.) τις οποίες προκαλεί πράξη ή συμπεριφορά δική μου ή άλλου: Εισέπραξαν τα θερμά χειροκροτήματα του κοινού. Άλλος κοπίασε και άλλος εισέπραξε τους επαίνους. Εισέπραξαν το δημόσιο έπαινο. Εισέπραξε τη γενική κατακραυγή. || Εισέπραξε τα επίχειρα της αφροσύνης της.
[λόγ. < αρχ. εἰσπράττω]
- εισρέω [isréo] Ρ αόρ. εισέρρευσα, απαρέμφ. εισρεύσει : (λόγ.) 1. (για υγρά) εισέρχομαι, χύνομαι μέσα. 2. (μτφ.) για χρήματα ή άλλα αγαθά που εισάγονται σε μια χώρα ή που διατίθενται συνεχώς και σε μεγάλες ποσότητες: Εισρέει ξένο συνάλλαγμα. Πλούτος πολύς θα εισρεύσει.
[λόγ. < αρχ. εἰσρέω]
- εισροή η [isroí] Ο29 : ANT εκροή. 1. (λόγ.) ροή υγρού προς τα μέσα. 2. (μτφ., οικον.) συνεχής εισαγωγή χρήματος ή άλλων αγαθών από μια χώρα σε μια άλλη: ~ ξένου συναλλάγματος. ~ κεφαλαίων.
[λόγ. < ελνστ. εἰσροή]
- εισφέρω [isféro] Ρ πρτ. και αόρ. εισέφερα, απαρέμφ. εισφέρει : δίνω, προσφέρω κτ. για την επιτυχία μιας κοινής προσπάθειας, ενός κοινού έργου· συνεισφέρω: Όλοι κτ. θα εισφέρουν· άλλος σε χρήμα, άλλος σε είδος, άλλος σε εργασία.
[λόγ. < αρχ. εἰσφέρω]
- εισφορά η [isforá] Ο24 : α. ό,τι εισφέρει, δίνει κάποιος για έναν κοινό σκοπό, μια κοινή προσπάθεια: H ~ του στους εθνικούς αγώνες υπήρξε πολύτιμη· (πρβ. συνεισφορά, προσφορά). ~ σε είδος / σε χρήμα / σε εργασία. β. (ειδικότ.) για χρηματικό ποσό που οφείλει να το καταβάλει κάποιος σε κοινό ταμείο, σε έρανο κτλ.: Aσφαλιστική ~. Εργοδοτική / εργατική ~. Έκτακτη ~, έκτακτη φορολογική επιβάρυνση.
[λόγ. < αρχ. εἰσφορά `φόρος περιουσίας για πολεμικούς σκοπούς΄]
- εισχωρώ [isxoró] Ρ10.9α : (λόγ.) έρχομαι, κινούμαι προς το εσωτερικό (χώρου, όγκου, σώματος κτλ.)· εισέρχομαι, μπαίνω μέσα: Kατόρθωσαν να εισχωρήσουν στο εχθρικό έδαφος, σε βάθος αρκετών χιλιομέτρων. H θάλασσα εισχωρεί βαθιά μέσα στη στεριά.
[λόγ. < ελνστ. εἰσχωρῶ]
- είτε [íte] σύνδ. διαχ. : συνδέει προτάσεις ή όρους μιας πρότασης επαναλαμβανόμενος και στα δύο μέλη, για να δηλώσει ότι η παραδοχή του ενός ή του άλλου νοήματος είναι αδιάφορη για τον ομιλητή· ή: ~ κερδίσεις ~ χάσεις, δε με νοιάζει. || για να δηλώσει πολλαπλή δυνατότητα: Θα συζητήσουν ~ πριν ~ μετά το μάθημα. || ~ θάνατος ~ λευτεριά. Ένας θα χάσει· ~ εσύ ~ αυτός.
[αρχ. εἴτε]
- έιτζ το [éidz] Ο (άκλ.) : σοβαρότατη ασθένεια που συνίσταται στην πλήρη εξασθένηση της ανοσοποιητικής άμυνας του οργανισμού· σύνδρομο επίκτητης ανοσοποιητικής ανεπάρκειας: Φορέας του ~. Iός του ~.
[αγγλ. αρκτικόλ. A(cquired) I(mmune) D(eficiency) S(yndrome)]
- ειωθός το [ioθós] Ο : (λόγ.) στην απαρχαιωμένη επιρρηματική έκφραση κατά το ~ ή, συνηθέστερα, κατά τα ειωθότα, όπως συνηθίζεται, κατά τα συνηθισμένα.
[λόγ. < αρχ. εἰωθός]



