Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εισφέρω
1 εγγραφή
εισφέρω [isféro] Ρ πρτ. και αόρ. εισέφερα, απαρέμφ. εισφέρει : δίνω, προσφέρω κτ. για την επιτυχία μιας κοινής προσπάθειας, ενός κοινού έργου· συνεισφέρω: Όλοι κτ. θα εισφέρουν· άλλος σε χρήμα, άλλος σε είδος, άλλος σε εργασία.

[λόγ. < αρχ. εἰσφέρω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες