Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εισβολή
1 εγγραφή
εισβολή η [izvolí] Ο29 : η ενέργεια του εισβάλλω. 1. είσοδος σε ξένη χώρα με τη βία των όπλων και με στόχο την κατάκτησή της, τη λεηλάτησή της κτλ.: H ~ τουρκικών στρατευμάτων στην Kύπρο. Εχθρική ~. 2. (γενικότ.) για είσοδο που γίνεται με τρόπο βίαιο, ορμητικό κτλ., που μοιάζει με επίθεση: ~ των διαδηλωτών στο υπουργείο. 3. για είσοδο, εισαγωγή, διείσδυση κτλ., που γίνεται με τρόπο κάπως ορμητικό, βίαιο, επιθετικό κτλ.: H ~ ξένων λέξεων στη γλώσσα μας, εισαγωγή. H ~ της ηλεκτρονικής εικόνας στη ζωή μας.

[λόγ. < αρχ. εἰσβολή]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες