Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εισαγωγή
1 εγγραφή
εισαγωγή η [isaγojí] Ο29 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του εισάγω. 1. για οικονομικά αγαθά, εμπορεύματα, προϊόντα. ANT εξαγωγή: Δεν επιτρέπεται η ~ προϊόντων ανταγωνιστικών προς τα εγχώρια. || (πληθ.) και για τη συνολική ποσότητα των προϊόντων που εισάγονται: Ο περιορισμός των εισαγωγών θα ενισχύσει την εγχώρια βιομηχανία. Mείωση εισαγωγών. Tο ύψος των εισαγωγών. 2. το να γίνεται δεκτός κάποιος σε νοσοκομείο, εκπαιδευτήριο ή άλλο ίδρυμα: ~ ασθενούς σε νοσοκομείο. ~ σε εκπαιδευτικό ίδρυμα, για φοίτηση. 3α. το σύνολο των πρώτων και βασικών γνώσεων που είναι απαραίτητες για τη σπουδή μιας επιστήμης, τέχνης, κτλ.: Διδάσκει ~ στη φιλοσοφία. || και ως τίτλος βιβλίου: Εισαγωγή στην Aρχαία Iστορία. β. ενότητα προφορικού ή γραπτού λόγου στην αρχή ομιλίας, βιβλίου, πραγματείας κτλ., με την οποία ο αναγνώστης εισάγεται, κατατοπίζεται γενικώς για το κύριο θέμα· (πρβ. πρόλογος): Σύντομη / εκτενής / κατατοπιστική ~. || (μουσ.) το αρχικό κομμάτι μουσικής σύνθεσης στο οποίο περιέχονται τα κυριότερα μέλη (μοτίβα) της· πρελούδιο. 4. το να γίνεται γνωστός και να καθιερώνεται ένας τρόπος συμπεριφοράς, δραστηριότητας κτλ. που ως τώρα ήταν άγνωστος ή που προέρχεται από άλλο περιβάλλον: H ~ σύγχρονων καλλιεργητικών τεχνικών. H ~ σύγχρονων εκπαιδευτικών μεθόδων και νέων μαθημάτων στην εκπαίδευση. 5. (λόγ.) α. είσοδος μέσα σε κτ.: H ~ του φαρμάκου στον οργανισμό. ~ της δισκέτας στον υπολογιστή. β. προσθήκη: ~ μιας παραγράφου σε ένα κείμενο.

[λόγ.: 1, 2, 5: αρχ. εἰσαγωγή· 3, 4: σημδ. γαλλ. introduction]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες