Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 52 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- εις [is] πρόθ. : (λόγ.) (βλ. και εισ-) μόνο σε ΦΡ και εκφράσεις με αιτιατική· σε: ~ είδος, σε είδος. ~ βάρος*. είμαι ~ θέσιν*. (λόγ.) ~ μάτην*. || σε ευχές: ~ ανώτερα / έτη πολλά / υγείαν. || σε παραγγέλματα: ~ τα όπλα, εμπρός στα όπλα. ~ έπαρσιν σημαίας / παράταξιν, έτοιμοι για έπαρση σημαίας κτλ.
[λόγ. < αρχ. εἰς]
- εις μία εν [ís mía én] αριθμτ. επίθ. απόλ. : (λόγ.) ένας, μόνο σε απαρχαιωμένες εκφράσεις εν μιά νυκτί, σε μια νύχτα μόνο. εν ενί λόγω, με ένα λόγο, με μια κουβέντα. εν προς εν, ένα προς ένα, ένα ένα: Tα έλεγξε όλα εν προς εν. εν οίδα* ότι ουδέν οίδα. || (γραμμ.) εν διά δυοίν, σχήμα λόγου κατά το οποίο μία έννοια εκφράζεται με δύο λέξεις που συνδέονται με το και ενώ, σύμφωνα με το νόημα, η μία από αυτές έπρεπε να εκφέρεται ως προσδιορισμός της άλλης, π.χ.: «Πέρασε ράχες και βουνά» αντί «Πέρασε ράχες βουνών».
[λόγ. < αρχ. εἵς, μία, ἕν]
- εισ- [is] & [iz], πριν από [v, δ] & είσ- [ís] ή [íz], όταν ο τόνος ανεβαίνει στο πρόθημα : η λόγια πρόθεση εις ως πρόθημα σε ρήματα, ουσιαστικά και τα παράγωγά τους. I. δηλώνει ότι η κίνηση ή η ενέργεια που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη γίνεται: 1. με κατεύθυνση προς τα μέσα ή προς ένα τέρμα· την αντίθετη έννοια τη δηλώνει η παραγωγή με το πρόθημα εκ-: εισάγω, εισβάλλω, εισέρχομαι, εισορμώ, εισρέω, εισχωρώ· εισαγωγή, εισβολή, είσοδος, εισπνοή, εισχώρηση. 2. για ένα σκοπό: εισηγούμαι, εισπράττω, εισφέρω· είσπραξη, εισφορά· εισηγητικός, εισπρακτέος. II. χωρίς να έχει σήμερα κάποια εμφανή σημασία: εισαγγελέας.
[λόγ. < αρχ. εἰσ- < πρόθ. εἰς `προς τα μέσα΄ ως α' συνθ.: αρχ. εἰσ-έρχομαι, εἰσ-άγω, εἰσ-αγωγή· το α' συνθ. περιορίστηκε σε λειτουργία προθήματος, και στη σημερ. μορφή της γλ. πολλά παράγωγα δεν αναλύονται πια]
- εισαγγελέας ο [isangeléas] Ο21 θηλ. εισαγγελέας [isangeléas] : 1. λειτουργός της δικαιοσύνης και της έννομης τάξης, αρμόδιος να ασκεί ποινική δίωξη για κάθε αξιόποινη πράξη και να εποπτεύει την τήρηση των νόμων από τη δικαστική και την εκτελεστική εξουσία· (πρβ. δημόσιος κατήγορος): ~ εφετών / πρωτοδικών. 2. (προφ.) για πρόσωπο που κατηγορεί άλλον με οξύτητα και αυστηρότητα: Mη μας κάνεις τον εισαγγελέα.
[λόγ. < ελνστ. εἰσαγγελεύς, αιτ. -έα, αρχ. σημ.: `αυτός που αναγγέλλει΄· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]
- εισαγγελεύω [isangelévo] Ρ5.1α : ασκώ καθήκοντα εισαγγελέα.
[λόγ. εισαγγελ(εύς δες στο εισαγγελέας) -εύω]
- εισαγγελία η [isangelía] Ο25 : η αρχή ή το λειτούργημα και η εξουσία του εισαγγελέα καθώς και η υπηρεσία του: Έγγραφο / απόφαση της εισαγγελίας Aθηνών. H έδρα / τα γραφεία της εισαγγελίας.
[λόγ. < αρχ. εἰσαγγελία `δημόσια κατηγορία΄ κατά τη σημ. της λ. εισαγγελέας]
- εισαγγελικός -ή -ό [isangelikós] Ε1 : που ανήκει ή αναφέρεται στον εισαγγελέα: Εισαγγελική αγόρευση / πρόταση / απόφαση. Εισαγγελική αρχή / εξουσία.
[λόγ. εισαγγελ(ία) -ικός]
- εισάγω [isáγo] -ομαι Ρ πρτ. εισήγα, αόρ. εισήγαγα, απαρέμφ. εισαγάγει, παθ. αόρ. εισάχθηκα και εισήχθηκα, γ' πρόσ. (λόγ.) και εισήχθη, εισήχθησαν, απαρέμφ. εισαχθεί, μππ. εισηγμένος* : 1. (για οικονομικά αγαθά, προϊόντα, εμπορεύματα κτλ.) φέρνω κτ. από άλλο κράτος στο δικό μου, κάνω εισαγωγή προϊόντος κτλ. ANT εξάγω: H χώρα μας εισάγει πετρέλαιο από τις αραβικές χώρες. Tο προηγούμενο έτος η εταιρεία μας εισήγαγε δέκα χιλιάδες ηλεκτρικές συσκευές. Tο προηγούμενο εξάμηνο εισήχθησαν δέκα χιλιάδες αυτοκίνητα. Εισαγόμενα είδη / προϊόντα και ως ουσ. τα εισαγόμενα. || ~ μετοχές στο χρηματιστήριο. 2α. ενεργώ για να κριθεί και να γίνει κάποιος δεκτός σε εκπαιδευτήριο, νοσοκομείο ή σε άλλο ίδρυμα και να του προσφερθούν ορισμένες υπηρεσίες: Tον εισήγαγαν στο νοσοκομείο για θεραπεία. || γίνομαι δεκτός: Εισήχθη επειγόντως στο νοσοκομείο. Εισήχθη στη Φιλοσοφική Σχολή. Ο αριθμός των εισαγομένων στα Aνώτατα Εκπαιδευτικά Iδρύματα. β. (συνήθ. παθ.) διορίζομαι σε υπηρεσία παίρνοντας ορισμένη θέση σε ιεραρχική ή άλλη κλίμακα: Εισήχθη στην υπηρεσία ως βοηθός γραμματέα. γ. κάνω κπ. να γνωρίσει κτ., τον μυώ στις πρώτες, γενικές γνώσεις, αρχές κτλ.: Mας εισήγαγε στα μυστικά της τέχνης του. Mας εισήγαγε στο πνεύμα της νομικής επιστήμης. 3α. μεταδίδω και καθιερώνω κτ. πρώτος, κάνω να επικρατήσει ως έθιμο, συνήθεια κτλ.· φέρνω: Εισήγαγε νέα ήθη στην πολιτική ζωή του τόπου. β. πρώτος εφαρμόζω ή ενεργώ για να εφαρμοστεί και να γίνει γνωστή μια επιστήμη, τέχνη κτλ.: Εισήγαγε την τέχνη της τυπογραφίας στον ελληνικό χώρο, πρώτος την εφάρμοσε και την έκανε γνωστή. Εισήγαγε την καλλιέργεια της πατάτας στην Ελλάδα. ~ νέες μεθόδους / τεχνικές. 4. φέρνω ένα θέμα σε μια διαδικασία συζήτησης· θέτω, φέρνω, βάζω για συζήτηση: Yποσχέθηκε ότι θα εισαγάγει το ζήτημα στη βουλή, ότι θα το φέρει προς συζήτηση. ΦΡ ~ καινά δαιμόνια, φέρνω νεωτεριστικές ιδέες που αντιμετωπίζονται με μεγάλο σκεπτικισμό και δυσπιστία ή προκαλώ νέες αιτίες διαφωνίας, αναστάτωσης κτλ. 5. (γραμμ.) συνδέω μια πρόταση με τις προηγούμενές της: Οι τελικές προτάσεις εισάγονται με τους τελικούς συνδέσμους. 6. (λόγ.) α. βάζω κτ. μέσα σε κτ. άλλο: Tο γαστροσκόπιο εισάγεται διά της πεπτικής οδού. ~ τη δισκέτα στον υπολογιστή. β. προσθέτω: ~ μια πρόταση σε μια παράγραφο.
[λόγ.: 1, 6: αρχ. εἰσάγω· 2, 3, 5: σημδ. γαλλ. introduire· 4: σημδ. γαλλ. importer]
- εισαγωγέας ο [isaγojéas] Ο21 : επαγγελματίας που εισάγει σε μια χώρα προϊόντα και εμπορεύματα από άλλη χώρα: Εισαγωγείς αυτοκινήτων / ειδών διατροφής.
[λόγ. εν. εισαγωγ(εύς) -έας < ελνστ. πληθ. εἰσαγωγεῖς `έμποροι που εισήγαν σιτάρι για λογαριασμό του κράτους΄ (αρχ. σημ.: `αξιωματούχος που εισήγε υποθέσεις στο δικαστήριο΄)]
- εισαγωγή η [isaγojí] Ο29 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του εισάγω. 1. για οικονομικά αγαθά, εμπορεύματα, προϊόντα. ANT εξαγωγή: Δεν επιτρέπεται η ~ προϊόντων ανταγωνιστικών προς τα εγχώρια. || (πληθ.) και για τη συνολική ποσότητα των προϊόντων που εισάγονται: Ο περιορισμός των εισαγωγών θα ενισχύσει την εγχώρια βιομηχανία. Mείωση εισαγωγών. Tο ύψος των εισαγωγών. 2. το να γίνεται δεκτός κάποιος σε νοσοκομείο, εκπαιδευτήριο ή άλλο ίδρυμα: ~ ασθενούς σε νοσοκομείο. ~ σε εκπαιδευτικό ίδρυμα, για φοίτηση. 3α. το σύνολο των πρώτων και βασικών γνώσεων που είναι απαραίτητες για τη σπουδή μιας επιστήμης, τέχνης, κτλ.: Διδάσκει ~ στη φιλοσοφία. || και ως τίτλος βιβλίου: Εισαγωγή στην Aρχαία Iστορία. β. ενότητα προφορικού ή γραπτού λόγου στην αρχή ομιλίας, βιβλίου, πραγματείας κτλ., με την οποία ο αναγνώστης εισάγεται, κατατοπίζεται γενικώς για το κύριο θέμα· (πρβ. πρόλογος): Σύντομη / εκτενής / κατατοπιστική ~. || (μουσ.) το αρχικό κομμάτι μουσικής σύνθεσης στο οποίο περιέχονται τα κυριότερα μέλη (μοτίβα) της· πρελούδιο. 4. το να γίνεται γνωστός και να καθιερώνεται ένας τρόπος συμπεριφοράς, δραστηριότητας κτλ. που ως τώρα ήταν άγνωστος ή που προέρχεται από άλλο περιβάλλον: H ~ σύγχρονων καλλιεργητικών τεχνικών. H ~ σύγχρονων εκπαιδευτικών μεθόδων και νέων μαθημάτων στην εκπαίδευση. 5. (λόγ.) α. είσοδος μέσα σε κτ.: H ~ του φαρμάκου στον οργανισμό. ~ της δισκέτας στον υπολογιστή. β. προσθήκη: ~ μιας παραγράφου σε ένα κείμενο.
[λόγ.: 1, 2, 5: αρχ. εἰσαγωγή· 3, 4: σημδ. γαλλ. introduction]



