Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- ειρκτή η [irktí] Ο29 : 1. (νομ.) ποινή στερητική της ελευθερίας, που προβλεπόταν από ειδικούς νόμους και είχε διάρκεια πέντε έως δέκα ετών, όπως και η προβλεπόμενη από τη σημερινή νομοθεσία κάθειρξη. 2. ο τόπος έκτισης αυτής της ποινής.
[λόγ. < αρχ. εἱρκτή `χώρος φυλακής΄]



