Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: ειλητάριο
1 item total
ειλητάριο το [ilitário] Ο42 : χειρόγραφη επιμήκης μεμβράνη (περγαμηνή) που τυλιγόταν γύρω από μικρό κυλινδρικό ξύλο. || (ειδ. εκκλ.) ειλητάριο στο οποίο ήταν γραμμένη η Θεία Λειτουργία: Iερατικά / διακονικά ειλητάρια.

[λόγ. < μσν. ειλητάριον υποκορ. του ελνστ. εἰλητ(ός) `τυλιγμένος΄ -άριον]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go