Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
72 εγγραφές [61 - 70] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- εθνόσημο το [eθnósimo] Ο40 : διακριτικό σήμα (στη στολή ή στο πηλίκιο των στρατιωτικών) με την παράσταση του εθνικού (κρατικού) εμβλήματος.
[λόγ. εθνο- + -σημον]
- εθνοσύμβουλος ο [eθnosímvulos] Ο19 : μέλος εθνοσυνέλευσης.
[λόγ. εθνο- + σύμβουλος]
- εθνοσυνέλευση η [eθnosinélefsi] Ο33 : συνέλευση των αντιπροσώπων ενός έθνους η οποία συγκροτείται και συγκαλείται σε έκτακτες περιπτώσεις, για να ασκήσει συντακτική εξουσία (σύνταξη συντάγματος, ψήφιση νέου πολιτεύματος κτλ.)· εθνική συνέλευση· (πρβ. συντακτική συνέλευση, αναθεωρητική βουλή, συντακτική βουλή): H A' Εθνοσυνέλευση του 1821 κήρυξε την «πολιτική ύπαρξη και ανεξαρτησία του ελληνικού έθνους» και ψήφισε το πρώτο πολίτευμα της Ελλάδας.
[λόγ. εθνο- + συνέλευ(σις) -ση μτφρδ. γαλλ. assemblé nationale]
- εθνοσωτήρας ο [eθnosotíras] Ο2 : για πρόσωπο που σώζει το έθνος, ή συνηθέστατα ειρωνικά, που παρουσιάζεται σαν σωτήρας του έθνους· (πρβ. εθνοπατέρας): Aυτοαποκαλούμενοι / αυτόκλητοι εθνοσωτήρες.
[λόγ. εθνο- + σωτήρ > σωτήρας]
- εθνοσωτήριος -α / -ος -ο [eθnosotírios] Ε15 : που είναι σωτήριος για το έθνος: Εθνοσωτήρια απόφαση / πολιτική. Εθνοσωτήρια μέτρα. || (συνήθ. ειρ.): H ~ κυβέρνηση.
[λόγ. εθνοσωτηρ- (δες εθνοσωτήρας) -ιος]
- εθνότητα η [eθnótita] Ο28 : πληθυσμός που έχει χαρακτηριστικά έθνους, αλλά δεν υφίσταται ή δεν αναγνωρίζεται ως αυτοτελής πολιτική κρατική οντότητα· (πρβ. μειονότητα): Όρος απαραίτητος για την ύπαρξη κράτους ετερογενούς θεωρείται ο αμοιβαίος σεβασμός μεταξύ των εθνοτήτων που το αποτελούν. || H αρχή των εθνοτήτων, δόγμα της διεθνούς πολιτικής, κατά το οποίο κάθε εθνότητα έχει δικαίωμα να ιδρύσει ενιαίο, ανεξάρτητο κράτος.
[λόγ. έθν(ος) -ότης > -ότητα]
- εθνοτικός -ή -ό [eθnotikós] Ε1 : που ανήκει ή αναφέρεται σε εθνότητα: Εθνοτικά προβλήματα, που αφορούν τις σχέσεις μεταξύ διαφορετικών εθνοτήτων ενός κράτους.
[λόγ. εθνότ(ης) -ικός κατά το μειονοτικός]
- εθνοφρουρά η [eθnofrurá] Ο24 : ονομασία στρατιωτικής δύναμης που συγκροτείται για την αντιμετώπιση εθνικού κινδύνου, συνήθ. εσωτερικού· εθνική φρουρά, εθνοφυλακή.
[λόγ. εθνο- + φρουρά μτφρδ. γαλλ. garde nationale]
- εθνοφρουρός ο [eθnofrurós] Ο17 : μέλος εθνοφρουράς· (πρβ. εθνοφύλακας).
[λόγ. εθνοφρουρ(ά) -ός]
- εθνοφύλακας ο [eθnofílakas] Ο5 : μέλος εθνοφυλακής· εθνοφρουρός.
[λόγ. εθνο(φυλακή) -φύλακας (διαφ. το ελνστ. ἐθνοφύλαξ `που ανήκει σε συγκεκριμένο ρωμαϊκό γένος΄)]