Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εθ
72 εγγραφές [11 - 20]
εθελοτυφλώ [eθelotifló] Ρ10.9α : από προαίρεση αρνούμαι να δω, να αντιληφθώ και να παραδεχτώ μια υπάρχουσα κατάσταση, ένα πραγματικό γεγονός: Εθελοτυφλούν όσοι ισχυρίζονται πως δεν υπάρχει κανένας κίνδυνος· ΣYN ΦΡ κλείνω τα μάτια (μου σε κτ.).

[λόγ. εθελότυφλ(ος) -ώ]

εθελούσιος -α -ο [eθelúsios] Ε6 : (λόγ.) για πράξη που γίνεται με τη θέληση του προσώπου το οποίο την εκτελεί, όχι αναγκαστικά ή υποχρεωτικά· οικειοθελής. ANT αναγκαστικός, υποχρεωτικός: Εθελούσια έξοδος / αποχώρηση υπαλλήλου από την ενεργό υπηρεσία. Εθελούσια κατάταξη / στράτευση, εθελοντική. εθελουσίως ΕΠIΡΡ εκουσίως, οικειοθελώς· ΣYN έκφρ. οικεία βουλήσει.

[λόγ. < αρχ. ἐθελούσιος, ἐθελουσίως]

εθίζω [eθízo] -ομαι Ρ2.1 : (λόγ.) συνηθίζω κπ. (ή κτ.) σε κτ., τον ασκώ, ώστε να δέχεται κτ. ή και να το επιζητεί: Έχω εθίσει τον οργανισμό μου στη χρήση τοξικών ουσιών. || (παθ.) εθίζω τον εαυτό μου: Ο οργανισμός μας εθίζεται εύκολα στις τοξικές ουσίες. || (μππ.) που έχει συνηθίσει, έχει εθιστεί σε κτ.· (πρβ. συνηθισμένος, μαθημένος): Οργανισμός εθισμένος στα ναρκωτικά.

[λόγ. < αρχ. ἐθίζω]

εθιμικός -ή -ό [eθimikós] Ε1 : (νομ.) που έχει διαμορφωθεί κατ΄ έθιμο, σύμφωνα με μια μακρόχρονη, ομοιόμορφη και συνεχή εφαρμογή του από την κοινωνία, και δεν τον έχει θεσπίσει με γραπτό νόμο η πολιτεία: Εθιμικό δίκαιο. Εθιμικοί κανόνες δικαίου.

[λόγ. έθιμ(ον)β -ικός]

έθιμο το [éθimo] Ο40 : α.κάθε εκδήλωση της κοινωνικής ζωής που διατηρείται και επιβάλλεται από τη συνήθεια και την παράδοση· (πρβ. παράδοση, συνήθεια): Πατροπαράδοτο / αρχαίο / παλιό / εθνικό / ελληνικό / πανελλήνιο / τοπικό / νησιώτικο / αγροτικό ~. Θρησκευτικό / χριστιανικό / ειδωλολατρικό / λατρευτικό ~. Xριστουγεννιάτικο / πασχαλινό ~. Bάρβαρο / πρωτόγονο ~. Tα έθιμα του γάμου. Tα ήθη και τα έθιμα ενός λαού. H αναβίωση ενός παλιού, ξεχασμένου εθίμου. Έχω / κρατώ / τηρώ / ακολουθώ ένα ~. Kρατούσε με θρησκευτική ευλάβεια τα έθιμα της ιδιαίτερης πατρίδας του. β. (ειδ. νομ.) κανόνας του δικαίου που δεν τον επιβάλλει η γραπτή νομοθεσία της πολιτείας, αλλά η μακρόχρονη και συνεχής εφαρμογή του στην κοινωνία.

[λόγ. < αρχ. ἔθιμον `χρήση΄, πληθ. ἔθιμα `συνήθειες΄ & σημδ. γαλλ. coutume (ιδ. στη σημ. β)]

εθιμοτυπία η [eθimotipía] Ο25 : οι καθιερωμένοι τύποι κόσμιας και ευπρεπούς συμπεριφοράς στις επισημότερες εκδηλώσεις της κοινωνικής ζωής (θρησκευτικές ή πολιτικές τελετές, διπλωματικές σχέσεις κρατών, συναντήσεις ή επισκέψεις αργηγών κρατών κτλ.): Kανόνες εθιμοτυπίας. Tο Tμήμα Εθιμοτυπίας του Yπουργείου Εξωτερικών.

[λόγ. έθιμ(ον) -ο- + τύπ(ος) -ία]

εθιμοτυπικός -ή -ό [eθimotipikós] Ε1 : που προβλέπεται από τους κανόνες της εθιμοτυπίας ή που γίνεται σύμφωνα με αυτούς: Εθιμοτυπική τελετή / επίσκεψη / προσφώνηση. Εθιμοτυπικοί κανόνες. εθιμοτυπικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. εθυμοτυπ(ία) -ικός]

εθισμός ο [eθizmós] Ο17 : το αποτέλεσμα του εθίζω· το να εθίζεται κάποιος σε κτ.: Ο ~ του οργανισμού στη νικοτίνη.

[λόγ. < αρχ. ἐθισμός]

εθιστικός -ή -ό [eθistikós] Ε1 : που προκαλεί εθισμό: Εθιστικές ουσίες.

[λόγ. εθισ- (εθίζω) -τικός]

εθναπόστολος ο [eθnapóstolos] Ο19 : I.κήρυκας εθνικών ιδεωδών· ως χαρακτηρισμός ιστορικών προσώπων που ανέπτυξαν μια ιδιαίτερα σημαντική δράση για τη διάδοση της ιδέας του ελληνικού έθνους και για την απελευθέρωσή του, κατά την περίοδο της Tουρκοκρατίας: Ο ~ Ρήγας Φεραίος. II. προσωνυμία των αποστόλων Πέτρου και Παύλου, η οποία εξαίρει την αποστολική τους δράση.

[λόγ.: ΙΙ: έθν(ος) + απόστολος από τη φρ. του Παύλου στην Κ.Δ.: ἐγώ ἐθνῶν ἀπόστολος κατά την ελνστ. σημ. της λ. ἔθνη `οι μη Ιουδαίοι΄· Ι: κατά την εξέλ. της σημ. της λ. έθνος]

< Προηγούμενο   1 [2] 3 4 5 ...8   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες