Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εθισμός
1 εγγραφή
εθισμός ο [eθizmós] Ο17 : το αποτέλεσμα του εθίζω· το να εθίζεται κάποιος σε κτ.: Ο ~ του οργανισμού στη νικοτίνη.

[λόγ. < αρχ. ἐθισμός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες