Dictionary of Standard Modern Greek
| 72 items total [1 - 10] | << First < Previous Next > Last >> |
- εθελο- [eθelo] & εθελό- [eθeló], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό : (λόγ.) α' συνθετικό σε σύνθετες κυρίως λόγιες λέξεις· δηλώνει ότι αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό γίνεται ηθελημένα, κατόπιν επιλογής, εσκεμμένα ή ότι είναι ηθελημένο, εσκεμμένο: ~κωφεύω, ~τυφλώ· ~δουλεία· εθελόδουλος.
[λόγ. < αρχ. ἐθελο- θ. του ρ. ἐθέλ(ω) `θέλω΄ -ο- ως α' συνθ.: αρχ. ἐθελό-δουλος, ελνστ. ἐθελο-δουλεύω]
- εθελοδουλία η [eθeloδulía] Ο25 : η ιδιότητα και η συμπεριφορά του εθελόδουλου, η εκούσια υποταγή σε κπ.· δουλικότητα, δουλοφροσύνη.
[λόγ. < αρχ. ἐθελοδουλεία (μσν. γραφή -λία)]
- εθελόδουλος -η -ο [eθelóδulos] Ε5 : που με τη θέλησή του υποτάσσεται ή ανέχεται μια σχέση υποταγής, δουλείας· δουλικός, δουλόφρων. || και για συμπεριφορά κτλ.: Εθελόδουλη συμπεριφορά. Εθελόδουλοι τρόποι.
[λόγ. < αρχ. ἐθελόδουλος]
- εθελοθυσία η [eθeloθisía] Ο25 : εκούσια θυσία, αυτοθυσία.
[λόγ. εθελο- + θυσία κατά το εθελοδουλία]
- εθελοκακία η [eθelokakía] Ο25 : (λόγ.) η ιδιότητα του εθελόκακου, κακία από προαίρεση· κακεντρέχεια.
[λόγ. < ελνστ. ἐθελοκακία]
- εθελόκακος -η -ο [eθelókakos] Ε5 : (λόγ.) χαρακτηρισμός προσώπου που θέλει και του αρέσει να είναι κακός, που από προαίρεση είναι κακός· κακεντρεχής.
[λόγ. < ελνστ. ἐθελόκακος `ένοχα δειλός, κακεντρεχής΄]
- εθελοντής ο [eθelondís] Ο7 θηλ. εθελόντρια [eθelóndria] Ο27 : αυτός που εκτελεί ένα έργο, μια εργασία, ένα καθήκον κτλ. με τη θέλησή του και με μοναδικό κίνητρο ένα συναίσθημα κοινωνικής αλληλεγγύης και αλτρουισμού: Δυνάμεις της πυροσβεστικής και εθελοντές από τους κατοίκους της περιοχής αγωνίζονται να σβήσουν την πυρκαγιά. || (ειδικότ.) ο εθελοντής στρατιώτης, που υπηρετεί σε ένα στράτευμα, χωρίς να έχει υποχρέωση στράτευσης: Yπηρετώ ως ~. Πηγαίνω / κατατάσσομαι ~. Σώμα εθελοντών. || Εθελοντές πενταετούς υποχρέωσης (ΕΠY), αμειβόμενοι υπαξιωματικοί του ελληνικού στρατού με πενταετή θητεία. || (ως επίθ.): ~ νοσοκόμος / αιμοδότης. Εθελόντρια νοσοκόμα / αδελφή.
[λόγ. < αρχ. ἐθελοντής· λόγ. εθελον(τής) -τρια]
- εθελοντικός -ή -ό [eθelondikós] Ε1 : α.για ενέργεια, πράξη κτλ. την οποία εκτελεί κάποιος με τη θέλησή του και με μοναδικό κίνητρο ένα συναίσθημα κοινωνικής αλληλεγγύης: Εθελοντική προσφορά / εργασία / συμμετοχή / υπηρεσία / στράτευση. || Εθελοντικό σύστημα στρατολογίας. β. που αποτελείται από εθελοντές: ~ στρατός. Εθελοντικό (στρατιωτικό) σώμα / στράτευμα.
εθελοντικά & (λόγ.) εθελοντικώς ΕΠIΡΡ με τη θέλησή μου, και χωρίς να αποβλέπω σε προσωπικό όφελος ή να είμαι αναγκασμένος· (πρβ. εκούσια, οικειοθελώς, αυτοβούλως). [λόγ. εθελοντ(ής) -ικός· λόγ. εθελοντικ(ός) -ώς]
- εθελοτυφλία η [eθelotiflía] Ο25 : η ιδιότητα και η συμπεριφορά αυτού που εθελοτυφλεί: H ~ τους μπροστά στον επερχόμενο κίνδυνο με ανησυχεί.
[λόγ. εθελότυφλ(ος) -ία]
- εθελότυφλος -η -ο [eθelótiflos] Ε5 : (ως χαρακτηρισμός προσώπου) που εθελοτυφλεί.
[λόγ. εθελο- + τυφλός κατά το εθελόδουλος]



