Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: εγωισμός
1 item total
εγωισμός ο [eγoizmós] Ο17 : 1.η υπέρμετρη και αποκλειστική αγάπη του ατόμου για τον εαυτό του, η οποία οδηγεί σε μια στάση αδιαφορίας για τους άλλους και περιφρόνησης του κοινωνικού συμφέροντος· (πρβ. εγωπάθεια, εγωκεντρισμός, εγωλατρία). ANT αλτρουισμός, φιλαλληλία: Tυφλός ~. || Ο ~ του δεν τον αφήνει να δει το λάθος του, η αλαζονεία του. 2. προσωπική φιλοτιμία, υπερηφάνεια· αξιοπρέπεια: Πληγώνω / θίγω τον εγωισμό κάποιου. Θίχτηκε ο ~ του. 3. (φιλοσ., παλαιότ.) σολιψισμός. || (ψυχ.) η φυσική αγάπη του ατόμου προς τον εαυτό του.

[λόγ. < γαλλ. égoïsme < λατ. ego `εγώ΄ -isme = -ισμός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go