Dictionary of Standard Modern Greek
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- εγχειρίδιο το [enxiríδio] Ο40 : I.(λόγ.) αγχέμαχο όπλο με λαβή και με δίκοπη και πολύ μυτερή λεπίδα· (πρβ. στιλέτο). II. βιβλίο που εκθέτει με αυστηρά συστηματικό τρόπο τις βασικές και πιο έγκυρες γνώσεις μιας επιστήμης: Διδακτικά / σχολικά εγχειρίδια. ~ ιστορίας / φιλοσοφίας.
[λόγ.: I: αρχ. ἐγχειρίδιον· II: ελνστ. σημ.]