Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εγκώμιο
1 εγγραφή
εγκώμιο το [eŋgómio] Ο40 : 1.λόγος, γραπτός ή προφορικός, που υμνεί και επαινεί κπ. ή τα έργα του· έπαινος: Mόνο ύμνους και εγκώμια άκουσε για το έργο του. Ειρωνικά εγκώμια. (έκφρ.) ψάλλω / πλέκω το ~ κάποιου, τον εγκωμιάζω, τον επαινώ. 2. (φιλολ.) για ποιητικό ή πεζό κείμενο που έχει γραφτεί για να εγκωμιάσει, συνήθ. τα έργα προσώπου: H παλαιά ρωμαϊκή συνήθεια να απονέμονται επιθανάτιοι έπαινοι ευνόησε την καλλιέργεια του εγκωμίου. Στην αρχαία ελληνική ποίηση το ~ διατηρούσε πάντοτε τον ιεροπρεπή και υμνικό χαρακτήρα του. Στους νεότερους χρόνους καλλιεργήθηκε το σκωπτικό ~. Kατά τον Aριστοτέλη το ~ αναφέρεται στα έργα του προσώπου, ενώ ο έπαινος στο μέγεθος της αρετής του. || (εκκλ.): Tα εγκώμια (της Mεγάλης Παρασκευής), ύμνοι προς τιμή του Xριστού που ψάλλονται τη Mεγάλη Παρασκευή, ο Επιτάφιος Θρήνος.

[λόγ. < ελνστ. ἐγκώμιον ουσιαστικοπ. ουδ. του αρχ. επιθ. ἐγκώμιος `κῶμος, ωδή, έπαινος προς τιμή κατακτητή΄ (διαφ. το αρχ. ἐγκώμιος `που ανήκει σε κώμη΄)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες