Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: εγκυμοσύνη
1 item total
εγκυμοσύνη η [engimosíni] Ο30α : (και ιατρ.) η κατάσταση της γυναίκας που εγκυμονεί, που είναι έγκυος· το σύνολο των λειτουργιών και των μεταβολών που συντελούνται στον οργανισμό γυναίκας που εγκυμονεί· (πρβ. κύηση, κυοφορία): Έναρξη / διάγνωση / διάρκεια εγκυμοσύνης. Φυσιολογική ~. Aνωμαλίες / νόσοι εγκυμοσύνης. Έχει / περνά δύσκολη ~. Φορέματα / ρούχα εγκυμοσύνης, για εγκύους.

[λόγ. < αρχ. επίθ. ἐγκύ μ(ων) `έγκυος΄ -οσύνη]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go