Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εγκαταλελειμμένος
1 εγγραφή
εγκαταλελειμμένος -η -ο [eŋgataleliménos] Ε3 μππ. του εγκαταλείπω : που τον έχουν εγκαταλείψει. 1. που τον έχουν αφήσει κάπου αδιαφορώντας για τη μελλοντική του τύχη: Ο τραυματίας βρέθηκε ~ πολλή ώρα μετά το ατύχημα. 2. που δεν τον φροντίζουν πλέον, που δεν ενδιαφέρονται γι΄ αυτόν: Εγκαταλελειμμένες αγροτικές περιοχές. Ένα παλιό εγκαταλελειμμένο σπίτι.

[λόγ. μππ. του εγκαταλείπω μτφρδ. γαλλ. abandonné]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες