Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- εγκαίρως [engéros] & έγκαιρα [éngera] επίρρ. χρον. : στον κατάλληλο χρόνο, την ώρα ακριβώς που πρέπει: Πρέπει να δηλώσετε ~ συμμετοχή. Nα με ειδοποιήσετε ~, ώστε να προλάβω να ετοιμαστώ. Όλα θα είναι έτοιμα ~. Nα φτάσουμε έγκαιρα στο σταθμό· το τρένο φεύγει πάντα στην ώρα του. Ήρθε ~ στο ραντεβού, δεν άργησε. Πρέπει να δηλώσει ~ συμμετοχή, μέσα σε ορισμένη προθεσμία.
[λόγ. < ελνστ. ἐγκαίρως· προσαρμ. στη δημοτ. κατά τα άλλα επιρρ. σε -α]



