Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: εγγύτητα
1 item total
εγγύτητα η [engítita] Ο28 : η ιδιότητα αυτού που βρίσκεται κοντά σε κπ. ή σε κτ. || ~ απόψεων, συμφωνία.

[λόγ. < ελνστ. ἐγγύτης, αιτ. -ητα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go