Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- εγγόνι το [eŋgóni] Ο44 : (χωρίς διάκριση φυσικού γένους) ο εγγονός ή η εγγονή κάποιου: Έζησε ως τα βαθιά γεράματα και αξιώθηκε να δει εγγόνια και δισέγγονα.
εγγονάκι το YΠΟKΟΡ. [μσν. εγγόνι υποκορ. του εγγον(ός) -ι]



