Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εβένινος
1 εγγραφή
εβένινος -η -ο [evéninos] Ε5 : α.που είναι κατασκευασμένος από έβενο: Εβένινα έπιπλα. Εβένινη ράβδος. β. (μτφ.) που έχει τη στιλπνότητα και το μαύρο χρώμα του έβενου: Εβένινα μαλλιά.

[λόγ. < ελνστ. ἐβένινος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες