Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 180 εγγραφές [61 - 70] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- εικονομάχος ο [ikonomáxos] Ο18 : (ιστ.) για όσους (κατά τον 8ο και 9ο αι. στο Bυζάντιο) καταδίκαζαν τη χρήση και τη λατρεία των ιερών εικόνων ως ειδωλολατρική παρέκκλιση από το χριστιανισμό και επιχείρησαν να επιβάλουν την κατάργησή τους· εικονοκλάστης. ANT εικονόφιλος. || (ως επίθ.): Εικονομάχοι αυτοκράτορες / πατριάρχες / συγγραφείς.
[λόγ. < μσν. εικονομάχος `εχθρός των εικόνων΄ < εικονο- + -μάχος]
- εικονοστάσιο το [ikonostásio] Ο40 & εικονοστάσι το [ikonostási] Ο44α : α.(γενικότ.) κατασκευή για την τοποθέτηση λατρευτικών εικόνων: Tο παλιό ξύλινο εικονοστάσι του σπιτιού μας. β. (ειδικότ.) η κατασκευή που χωρίζει το Άγιο Bήμα από τον κεντρικό χώρο χριστιανικού ναού και κοσμείται με λατρευτικές εικόνες· τέμπλο: Mαρμάρινο / ξυλόγλυπτο ~ ενός ναού.
[λόγ. < μσν. εικονοστάσιον < εικονο- + -στάσιον· μσν. εικονοστάσι < εικονοστάσιον με αποφυγή της χασμ. και αποβ. του τελικού -ν]
- εικονόφιλος -η -ο [ikonófilos] Ε5 : (ιστ.) α. που, κατά τον 8ο και 9ο αι. στο Bυζάντιο, αντιτάχθηκε στις απόψεις και στην πολιτική των εικονομάχων· εικονολάτρης. ANT εικονομάχος: H εικονόφιλη αυτοκράτειρα Ειρήνη η Aθηναία. Εικονόφιλοι μοναχοί. || (ως ουσ.) ο εικονόφιλος: Οι αντιδράσεις των εικονοφίλων. β. που ανήκει ή αναφέρεται στους εικονόφιλους, στους εικονολάτρες ή στην εικονολατρία· εικονολατρικός. ANT εικονομαχικός: Εικονόφιλη διδασκαλία / πολιτική.
[λόγ. εικονο- + -φιλος]
- εικοσα- [ikosa] & εικοσά- [ikosá], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & (σπάν.) εικοσό- [ikosó] : α' συνθετικό σε σύνθετα συνήθ. επίθετα και τα παράγωγά τους· δηλώνει ότι: 1. το προσδιοριζόμενο έχει είκοσι από τα στοιχεία που εκφράζει το β' συνθετικό: εικοσάγωνος, εικοσάεδρος, εικοσάμετρος, εικοσάφυλλος, εικοσάτομος· εικοσάφυλλο· εικοσόφραγκο. 2. το προσδιοριζόμενο διαρκεί επί είκοσι συνεχείς χρονικές μονάδες, που εκφράζονται από το β' συνθετικό: ~ετής, εικοσάλεπτος· εικοσάχρονος, για πρόσωπο με ηλικία είκοσι χρόνων. 3. γίνεται, είναι ή επαναλαμβάνεται είκοσι φορές αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό: εικοσάδιπλος.
[αρχ. & λόγ. < αρχ. εἰκοσα- θ. του αριθμτ. εἴκοσ(ι) -α- (αναλ. προς το δέκα) ως α' συνθ.: αρχ. εἰκοσα-ετής, ελνστ. εἰκοσά-εδρος· εισαγωγή του συνδετικού φων. -ο- κατά τα άλλα σύνθ.]
- εικοσάδα η [ikosáδα] Ο26 αριθμτ. περιλ. : είκοσι ομοειδή πρόσωπα ή πράγματα που αποτελούν ένα σύνολο: Mια ~ αυγά.
[λόγ. < ελνστ. εικοσάς, αιτ. -άδα]
- εικοσάδραχμο το [ikosáδraxmo] & εικοσόδραχμο το [ikosóδraxmo] Ο41 : νόμισμα των είκοσι δραχμών· εικοσάρικο, εικοσάφραγκο: Παλιό, ασημένιο ~.
[λόγ. ουσιαστικοπ. ουδ. του ελνστ. επιθ. εἰκοσάδραχμος `αξίας είκοσι δραχμών΄· εισαγωγή του συνδετικού φων. -ο- κατά τα άλλα σύνθ.]
- εικοσαετηρίδα η [ikosaetiríδa] Ο26 : επέτειος, εορτασμός για τη συμπλήρωση είκοσι ετών.
[λόγ. < ελνστ. εἰκοσαετηρίς, αιτ. -ίδα `περίοδος είκοσι ετών΄]
- εικοσαετής -ής -ές [ikosaetís] Ε10 : (λόγ.) εικοσάχρονος. α. που έχει διάρκεια είκοσι ετών: ~ πόλεμος. ~ σύμβαση. ~ περίοδος, εικοσαετία. β. (για πρόσ.) που έχει ηλικία (περίπου) είκοσι ετών: ~ νέος.
[λόγ. < αρχ. εἰκοσαετής]
- εικοσαετία η [ikosaetía] Ο25 : χρονικό διάστημα είκοσι ετών: Kατά την πρώτη ~ του αιώνα μας. Kυβέρνησε τη χώρα για μια ολόκληρη ~. Οι κυβερνήσεις της τελευταίας εικοσαετίας. || ηλικία είκοσι ετών: Aυτοκίνητο εικοσαετίας.
[λόγ. < ελνστ. εἰκοσαετία]
- εικοσαήμερος -η -ο [ikosaímeros] Ε5 : που έχει διάρκεια είκοσι ημερών: Εικοσαήμερη άδεια / απουσία /παραμονή / εκδρομή. || (ως ουσ.) το εικοσαήμερο, χρόνος, περίοδος είκοσι ημερών: Θα λείψω ένα εικοσαήμερο. εικοσαήμερο εκπτώσεων.
[λόγ. εικοσα- + ημέρ(α) -ος (πρβ. ελνστ. εἰκοσιμερία ίδ. σημ.)]



