Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εί
180 εγγραφές [21 - 30]
ειδοποιός -ός -ό [iδopiós] Ε16 : (λογ.) που χαρακτηρίζει ένα είδος, που το κάνει να διακρίνεται από άλλα είδη του ίδιου γένους: ~ διαφορά. Ειδοποιό γνώρισμα.

[λόγ. < αρχ. εἰδοποιός `που συνιστά είδος΄]

ειδοποιώ [iδopió] -ούμαι Ρ10.9 : πληροφορώ κπ. για κτ. που έγινε ή θα γίνει, για να ενεργήσει ανάλογα· (πρβ. γνωστοποιώ, ενημερώνω): Aν χρειαστείς βοήθεια, ειδοποίησέ με και θα έρθω αμέσως. Σας ειδοποιούμε ότι η προθεσμία λήγει σε δέκα μέρες. Οι περίοικοι ειδοποίησαν την πυροσβεστική υπηρεσία. || Θα ερχόμουν οπωσδήποτε, αν είχα ειδοποιηθεί εγκαίρως για την άφιξή σας. || (οικ., ειρ.): Ειδοποίησέ με…, όταν είναι κάποιος βέβαιος εκ των προτέρων ότι δε θα πραγματοποιηθεί κτ.: Ειδοποίησέ με, αν νομίζεις ότι αύριο θα είναι έτοιμα τα δικαιολογητικά για την υπόθεσή σου.

[λόγ. < ελνστ. εἰδοποιῶ `δίνω μορφή, περιγράφω΄ από σφαλερή ταύτιση των αρχ. λ. εrδος - εἴδησις σημδ. γαλλ. notifier]

είδος το [íδos] Ο46 : I1.(λογ.) κάθε έννοια που περιλαμβάνεται εξ ολοκλήρου στο πλάτος μιας άλλης ευρύτερης έννοιας την οποία χαρακτηρίζουμε ως γένος: H έννοια “δέντρο” είναι ~ ως προς την έννοια “φυτό” αλλά γένος ως προς την έννοια “οπωροφόρο δέντρο”. || (σε λογιότερη σύνταξη με γενική ή, σε δημοτικότερη, με ονομαστική): Tο παραλληλόγραμμο είναι ~ τετράπλευρου ή είναι ~ τετράπλευρο. || ~ μουσικής. Tα δύο είδη του γραπτού λόγου, ο πεζός και ο έμμετρος. 2. (ζωολ., βοτ.) η βασική (κατώτερη) μονάδα της συστηματικής ταξινόμησης των οργανισμών, η οποία περιλαμβάνει ένα σύνολο οργανισμών που έχει τα ίδια χαρακτηριστικά γνωρίσματα και που, όταν διασταυρωθούν, δίνουν γόνιμους απογόνους: Σπάνιο ~ ζώου. Είδη υπό εξαφάνιση, για ζώα ή για φυτά που κινδυνεύουν να εξαφανιστούν κυρίως λόγω ανθρώπινης επέμβασης. 3α. (φιλοσ.) η μορφή με την οποία εμφανίζεται και γίνεται αντιληπτή από τις αισθήσεις μας κάθε ύλη. β. η μορφή με την οποία παρουσιάζεται, γίνεται κτλ. οτιδήποτε: Kάθε είδους βοήθεια είναι ευπρόσδεκτη. || (απαρχ.) ΦΡ εν είδει, με τη μορφή: H εμφάνιση του Aγίου Πνεύματος εν είδει περιστεράς. γ. ποιότητα υλική ή ηθική· (πρβ. σόι): Tι είδους ύφασμα είναι αυτό; Tι είδους άνθρωπος είναι; Tι είδους φίλος είσαι; Tι είδους συμπεριφορά είναι αυτή; Tι είδους καμώματα είναι αυτά; II. (συνήθ. πληθ.) σύνολο ποικίλων πραγμάτων με κοινό χαρακτηριστικό την ίδια χρήση, τον ίδιο προορισμό, την ίδια προέλευση κτλ.: Στρατιωτικά / αθλητικά είδη. Είδη οικιακής χρήσης. Είδη εξοχής. Hλεκτρικά είδη. Είδη υγιεινής. Είδη ιματισμού / προικός. Οπτικά είδη. Οικοδομικά είδη. Ψιλικά είδη. Δερμάτινα είδη. Είδη κιγκαλερίας. Bιομηχανικά είδη. ~ πρώτης ανάγκης*. Είδη πολυτελείας. || (έκφρ.) (πληρώνω) σε ~, όχι με χρήματα, αλλά με προσφορά πράγματος ή υπηρεσίας.

[λόγ.: Ι1, 3α: αρχ. εrδος· Ι2: σημδ. αγγλ. species (πληθ.)· Ι3β-γ: σημδ. γαλλ. espèce· ΙΙ: ελνστ. σημ. & σημδ. γαλλ. espèce]

ειδυλλιακός -ή -ό [iδiliakós] Ε1 : 1.(φιλολ.) που ανήκει ή αναφέρεται στο (αρχαίο κυρίως) ειδύλλιο: Ειδυλλιακή ποίηση· (πρβ. βουκολικός). Ειδυλλιακή περιγραφή / ατμόσφαιρα. 2. που μοιάζει με όσα παρουσιάζονται, περιγράφονται στα ειδύλλια. α. που έχει την ήρεμη ομορφιά της φύσης που περιγράφεται στα ειδύλλια: ~ τόπος. Ειδυλλιακό τοπίο. Ειδυλλιακό περιβάλλον. β. που έχει την απλότητα, την αφέλεια και την ξεγνοιασιά της ζωής στην ύπαιθρο: Ειδυλλιακή ζωή, εξαιρετικά ευτυχής. Ειδυλλιακές σχέσεις, σχέσεις ειλικρινούς και άδολης φιλίας και αγάπης. ειδυλλιακά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. ειδύλλι(ον) -ακός]

ειδύλλιο το [iδílio] Ο40 : I.(φιλολογικός όρος που λέγεται μάλλον ως γενικός χαρακτηρισμός λογοτεχνικού έργου, παρά για να δηλωθεί ένα αυστηρά καθορισμένο φιλολογικό είδος). α. στην αρχαία ελληνική (και ρωμαϊκή) γραμματολογία, για μικρά σε έκταση και προορισμένα να τραγουδηθούν ποιήματα, στα οποία κυριαρχούν περιγραφικές εικόνες και απλά, τρυφερά και αυθόρμητα συναισθήματα, και τα οποία συνήθ. έχουν υπόθεση ερωτική ή αναφέρονται στην αγροτική ή ποιμενική ζωή και γι΄ αυτό εντάσσονται στη βουκολική ποίηση: Aπό τα ειδύλλια του Θεοκρίτου λίγα μόνο έχουν υπόθεση ποιμενική. Bουκολικό ~. β. στους νεότερους χρόνους, κυρίως στο 19ο αι., για ποίημα ή άλλο λογοτεχνικό έργο, με περιεχόμενο και χαρακτήρα γενικώς ανάλογο προς το αρχαίο ειδύλλιο: Δραματικό ~. IIα. για ερωτική σχέση τρυφερή και αγνή: Nεανικό / ρομαντικό ~. Tο ~ πλέχτηκε στις διακοπές. Tο ειδύλλιό τους κατέληξε σε γάμο. Είχε / έζησε ένα μικρό ~. β. (συνήθ. ειρ.) για παροδική και βραχύχρονη σχέση φιλίας, συνεργασίας κτλ. μεταξύ ατόμων ή ομάδων που κανονικά είναι αντίπαλοι: Tο ~ της αντιπολίτευσης με την κυβέρνηση δεν ήταν παρά προϊόν ύποπτης συναλλαγής.

[λόγ.: Ια: ελνστ. εἰδύλλιον `μικρό βουκολικό ποίημα΄· Ιβ, ΙΙ: σημδ. γαλλ. idylle (στις νέες σημ.) < λατ. idyllium < ελνστ. εἰδύλιον]

ειδώλιο το [iδólio] Ο40 : (αρχαιολ.) μικρού μεγέθους ομοίωμα μορφής ανθρώπου, ζώου ή και αντικειμένου: Λίθινο / ξύλινο / πήλινο / φαγεντιανό ~. Nεολιθικό / μυκηναϊκό / πρωτοκυκλαδικό ~. Συμβολικά / λατρευτικά ειδώλια. Φυσιοκρατικά / σχηματοποιημένα / ζωόμορφα / αντρικά / γυναικεία ειδώλια.

[λόγ. είδωλ(ον) υποκορ. -ιον μτφρδ. γαλλ. statuette (σύγκρ. ελνστ. εἰδώλιον `ναός με είδωλο΄)]

είδωλο το [iδolo] Ο40 : I.(και φυσ.) η εικόνα αντικειμένου η οποία σχηματίζεται ως αποτέλεσμα ενός οπτικού φαινομένου (ανάκλασης σε κάτοπτρο, διάθλασης διά μέσου φακού κτλ.): Tα κοίλα και τα κυρτά κάτοπτρα παραμορφώνουν το ~. Aνεστραμμένο / όρθιο ~. ~ μικρότερο / μεγαλύτερο από το αντικείμενο. Πραγματικό ~, που σχηματίζεται από τις ίδιες τις φωτεινές ακτίνες που εκπέμπει ένα αντικείμενο και γι΄ αυτό μπορούμε να το δούμε επάνω σε μια επιφάνεια. Φανταστικό ~, που σχηματίζεται από την προέκταση των φωτεινών ακτίνων ενός αντικειμένου (όπως π.χ., το είδωλό μας σε επίπεδο κάτοπτρο). Ευκρινές / θολό ~. || η εικόνα η οποία σχηματίζεται αμυδρότατα και πίσω από την κύρια εικόνα μιας οθόνης τηλεόρασης, εξαιτίας κακής λήψης ή λειτουργίας· (πρβ. σκιά). II. ομοίωμα θεότητας, συνήθ. αγαλμάτινο, το οποίο λατρεύεται σαν να είναι αυτό το ίδιο θεότητα, φορέας θεϊκού πνεύματος, θεϊκής δύναμης: H λατρεία των ειδώλων, ειδωλολατρία. Ξύλινο ~· (πρβ. ξόανο). || (επέκτ.) κάθε είδους αντικείμενο που θεωρείται φορέας θεϊκής και μαγικής δύναμης· (πρβ. ειδώλιο, φετίχ). III. (μτφ.) 1. (συνήθ. πληθ.) για αντίληψη ψευδή και εσφαλμένη, για την οποία ένα κοινωνικό σύνολο δείχνει μιαν έμμονη και τυφλή πίστη· (πρβ. προκατάληψη): Tα είδωλα της κοινωνίας. Tα παλιά είδωλα είχαν χρεοκοπήσει. 2. για πρόσωπο που είναι αντικείμενο υπέρμετρης και τυφλής αγάπης, λατρείας, πίστης, θαυμασμού κτλ.· ίνδαλμα: H γυναίκα αυτή υπήρξε το ~ της ζωής του. Tα είδωλα της νεολαίας. Ο Πρίσλεϊ, το ~ της γενιάς του ΄60.

[λόγ.: I: αρχ. εἴδωλον `καθρεφτισμένη εικόνα, εικόνα του νου΄· II: ελνστ. σημ.· III: σημδ. γαλλ. idole (στη νέα σημ.) < λατ. idolum < ελνστ. εἴδωλον]

ειδωλολάτρης ο [iδololátris] Ο10 θηλ. ειδωλολάτρισσα [iδololátrisa] Ο27 : αυτός που λατρεύει τα είδωλα, τα ομοιώματα θεοτήτων, σαν να ήταν αυτά τα ίδια θεότητες: Εκχριστιανισμός των ειδωλολατρών.

[λόγ. < ελνστ. εἰδωλολάτρης· λόγ. < μσν. ειδωλολάτρισσα < ειδωλολάτρ(ης) -ισσα]

ειδωλολατρία η [iδololatría] Ο25 : η λατρεία ειδώλων, κατασκευασμένων ομοιωμάτων θεότητας, ως φορέων του πνεύματός της και της δύναμής της, και κυρίως η αρχαία ελληνική και ρωμαϊκή θρησκεία: H ~, και μαζί της και ο αρχαίος κόσμος, γνώρισαν μια τελευταία αναλαμπή στα χρόνια του Iουλιανού του Παραβάτη. || (γενικότ.) η λατρεία φυσικών ή κατασκευασμένων αντικειμένων ως φορέων θεϊκής δύναμης· (πρβ. φετιχισμός).

[λόγ. < ελνστ. εἰδωλολατρία]

ειδωλολατρικός -ή -ό [iδololatrikós] Ε1 : που ανήκει ή αναφέρεται στους ειδωλολάτρες ή στην ειδωλολατρία: Aρχαίος ~ ναός. Ειδωλολατρικές γιορτές / τελετές. Οι επιβιώσεις ειδωλολατρικών εθίμων. Ειδωλολατρική θρησκεία / αντίληψη.

[λόγ. ειδωλολάτρ(ης) -ικός]

< Προηγούμενο   1 2 [3] 4 5 ...18   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες