Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- είτε [íte] σύνδ. διαχ. : συνδέει προτάσεις ή όρους μιας πρότασης επαναλαμβανόμενος και στα δύο μέλη, για να δηλώσει ότι η παραδοχή του ενός ή του άλλου νοήματος είναι αδιάφορη για τον ομιλητή· ή: ~ κερδίσεις ~ χάσεις, δε με νοιάζει. || για να δηλώσει πολλαπλή δυνατότητα: Θα συζητήσουν ~ πριν ~ μετά το μάθημα. || ~ θάνατος ~ λευτεριά. Ένας θα χάσει· ~ εσύ ~ αυτός.
[αρχ. εἴτε]



