Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: είτε είτε
1 item total
είτε [íte] σύνδ. διαχ. : συνδέει προτάσεις ή όρους μιας πρότασης επαναλαμβανόμενος και στα δύο μέλη, για να δηλώσει ότι η παραδοχή του ενός ή του άλλου νοήματος είναι αδιάφορη για τον ομιλητή· ή: ~ κερδίσεις ~ χάσεις, δε με νοιάζει. || για να δηλώσει πολλαπλή δυνατότητα: Θα συζητήσουν ~ πριν ~ μετά το μάθημα. || ~ θάνατος ~ λευτεριά. Ένας θα χάσει· ~ εσύ ~ αυτός.

[αρχ. εἴτε]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go