Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δωρίζω
1 εγγραφή
δωρίζω [δorízo] -ομαι Ρ2.1 : 1. προσφέρω κτ. ως δώρο, χαρίζω σε κπ. κτ., του το κάνω δώρο, συνήθ. σε γιορτή, επέτειο κτλ.: Tης δώρισε στο γάμο τους ένα δαχτυλίδι. || (έκφρ.) το δώρο δε δωρίζεται, δεν είναι σωστό να δωρίζεις σε κπ. άλλον κτ. που έχεις δεχτεί ως δώρο. 2. παραχωρώ κτ. ως δωρεά, κάνω δωρεά: Δώρισε την περιουσία του στο κράτος / στην εκκλησία / στο πανεπιστήμιο.

[δώρ(ο) -ίζω (διαφ. το ελνστ. Δωρίζω `μιμούμαι τους Δωριείς΄)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες