Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δωδεκάωρος
1 εγγραφή
δωδεκάωρος -η -ο [δoδekáoros] Ε5 : που διαρκεί δώδεκα ώρες· δώδεκα ωρών: Δωδεκάωρη διορία / καθυστέρηση. || (ως ουσ.) το δωδεκάωρο.

[λόγ. < ελνστ. δωδεκάωρος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες