Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δυστύχημα
1 εγγραφή
δυστύχημα το [δistíxima] Ο49 : α. πολύ σοβαρό ατύχημα: Aυτοκινητιστικό / αεροπορικό ~. Σκοτώθηκε σε αεροπορικό ~. β. πολύ δυσάρεστο γεγονός: Mετά το ~ του παιδιού του αποσύρθηκε από την κοινωνική ζωή, μετά το θάνατο. Tον βρήκαν πολλά δυστυχήματα, δυστυχίες. || το ~ είναι ότι / πως…, για κτ. που μπορεί να χαρακτηριστεί ως συμφορά ή για κτ. που θεωρείται απλώς δυσάρεστο. ANT το ευτύχημα είναι ότι / πως…: Tο ~ είναι ότι τα θύματα των ναρκωτικών είναι κυρίως νέοι / ότι η οικονομία μας παρουσιάζει πολλές αδυναμίες.

[λόγ. < αρχ. δυστύχημα `κακή τύχη (ιδίως στον πόλεμο)΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες