Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- δυσεξήγητος -η -ο [δiseksíjitos] Ε5 : για κτ. που δύσκολα μπορεί κανείς να το εξηγήσει, να το αιτιολογήσει, που φαίνεται περίεργο ή παράλογο. ANT ευεξήγητος: Δυσεξήγητη αντίδραση / ενέργεια / σιωπή.
[λόγ. < ελνστ. δυσεξήγητος]



