Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δυσδιάκριτος
1 εγγραφή
δυσδιάκριτος -η -ο [δizδiákritos] Ε5 : που δύσκολα μπορεί κάποιος να τον διακρίνει. ANT ευδιάκριτος. 1. που δε γίνεται εύκολα αντιληπτός με μια από τις αισθήσεις: ~ ήχος. Δυσδιάκριτη επιγραφή. 2. που δύσκολα μπορεί να τον ξεχωρίσει κανείς από κτ. άλλο: Οι διαφορές στις δύο αυτές μεθόδους είναι δυσδιάκριτες. Tα όρια ανάμεσα σε δύο έννοιες είναι καμιά φορά δυσδιάκριτα. δυσδιάκριτα ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < ελνστ. δυσδιάκριτος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες