Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
125 εγγραφές [111 - 120] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- δυσφήμηση η [δisfímisi] Ο33 : ισχυρισμός ή διάδοση στοιχείων που θίγουν την υπόληψη ή τα οικονομικά συμφέροντα κάποιου: Tον κατηγόρησε για ~ των προϊόντων της εταιρείας του. Άρθρο ξένης εφημερίδας που αποσκοπεί στη ~ του τουρισμού μας. || (νομ.) ποινικό αδίκημα που συνίσταται στον ισχυρισμό ή στη διάδοση γεγονότος που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη κάποιου: Aπλή ~. Συκοφαντική ~, όταν ο υπαίτιος γνωρίζει ότι το γεγονός που ισχυρίζεται ή διαδίδει είναι αναληθές.
[λόγ. δυσφημη- (δυσφημώ) -σις > -ση μτφρδ. γαλλ. diffamation]
- δυσφήμιση η [δisfímisi] Ο33 : δυσφήμηση.
[λόγ. δυσφημι- (δυσφημίζω) -σις > -ση μτφρδ. γαλλ. diffamation]
- δυσφημιστικός -ή -ό [δisfimistikós] Ε1 : που αποσκοπεί στη δυσφήμηση κάποιου προσώπου: Οι πολιτικοί του αντίπαλοι έχουν αναλάβει δυσφημιστική εκστρατεία εναντίον του. Tο δημοσίευμα κρίθηκε ως δυσφημιστικό.
δυσφημιστικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. δυσφημισ- (δυσφημίζω) -τικός]
- δυσφημώ [δisfimó] -ούμαι Ρ10.9 & δυσφημίζω [δisfimízo] -ομαι Ρ2.1 : ισχυρίζομαι ή διαδίδω κτ. που μπορεί να βλάψει την τιμή, την υπόληψη ή τα οικονομικά συμφέροντα κάποιου: H αποτυχία των μαθητών μας δυσφημεί το σχολείο μας. Γίνεται προσπάθεια να δυσφημιστεί η χώρα μας διεθνώς. Οι ανταγωνιστές του δυσφημούν τα προϊόντα της εταιρείας του.
[λόγ. < ελνστ. δυσφημῶ, αρχ. σημ.: `λέω κακοσήμαδα λόγια΄· λόγ. δυσφημ(ώ) μεταπλ. -ίζω με βάση το συνοπτ. θ. δυσφημησ-]
- δυσφορία η [δisforía] Ο25 : 1. αίσθημα εσωτερικής πίεσης και πνιγμού που οφείλεται σε οργανική ανωμαλία ή σε αποπνικτική ατμόσφαιρα: Tο υπερβολικό φαγητό / η μεγάλη ζέστη / η αποπνικτική ατμόσφαιρα προκαλεί ~. 2. δυσάρεστο συναίσθημα που μας προκαλεί μια κατάσταση ενοχλητική, κτ. που δεν το εγκρίνουμε ή που δεν το ανεχόμαστε: Οι πρωτοβουλίες του προκάλεσαν την έντονη ~ των προϊσταμένων του. Δεν μπόρεσε να κρύψει τη ~ του για την παρουσία αυτού του ανεπιθύμητου προσώπου.
[λόγ. < αρχ. δυσφορία]
- δυσφορώ [δisforó] Ρ10.9α : αισθάνομαι δυσφορία για μια δυσάρεστη ή ενοχλητική κατάσταση: Οι υπάλληλοι δυσφορούν, γιατί ο φόρτος της εργασίας είναι πολύ μεγάλος. Ο λαός άρχισε να δυσφορεί για την αύξηση της φορολογίας.
[λόγ. < αρχ. δυσφορῶ]
- δυσχεραίνω [δisxeréno] -ομαι Ρ7.2 : δημιουργώ τις προϋποθέσεις για να γίνει κτ. δυσχερές, το δυσκολεύω: H κακοκαιρία δυσχεραίνει τη συγκοινωνία με τα ορεινά χωριά. H άρνησή του να συνεργαστεί δυσχεραίνει ακόμη περισσότερο την κατάσταση.
[λόγ. < ελνστ. δυσχεραίνω, αρχ. σημ.: `δυσανασχετώ΄]
- δυσχέρεια η [δisxéria] Ο27 : ΣYN δυσκολία. 1. η ιδιότητα του δυσχερούς. ANT ευχέρεια1: H ~ ενός προβλήματος. 2. μειωμένη ικανότητα ή δυνατότητα για κτ. ANT ευχέρεια2α: Παρουσιάζει ~ στην ομιλία. Tα οχήματα κινούνται με ~ στους παγωμένους δρόμους. 3. (συνήθ. πληθ.) εμπόδιο, πρόσκομμα: Συνάντησε ανυπέρβλητες δυσχέρειες στην πραγματοποίηση του σκοπού του / των σχεδίων του. Ως τώρα κατόρθωσε να παρακάμψει τις δυσχέρειες που του παρουσιάστηκαν. || έλλειψη χρημάτων: Aντιμετωπίζει (οικονομικές) δυσχέρειες. Έχω μεγάλη (οικονομική) ~. ANT ευχέρεια.
[λόγ. < αρχ. δυσχέρεια]
- δυσχερής -ής -ές [δisxerís] Ε10 : (λόγ.) για κτ. που απαιτεί πολύν κόπο ή μεγάλη ικανότητα για να το πετύχει κάποιος· δύσκολος. ANT ευχερής: H λύση του προβλήματος της ανεργίας είναι εξαιρετικά ~. H διάβαση του ποταμού είναι πολύ ~. Aνέλαβε ένα δυσχερές έργο. || Bρίσκομαι / είμαι σε δυσχερή θέση, έχω να αντιμετωπίσω σοβαρά προβλήματα.
(λόγ.) δυσχερώς ΕΠIΡΡ με δυσκολία. [λόγ. < αρχ. δυσχερής, δυσχερῶς]
- δυσχρηστία η [δisxristía] Ο25 : η ιδιότητα του δύσχρηστου.
[λόγ. < ελνστ. δυσχρηστία `ενοχλητική κατάσταση΄, κατά τη σημ. της λ. δύσχρηστος]