Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δυσ%
125 εγγραφές [81 - 90]
δυσπαρευνία η [δisparevnía] Ο25 : (ιατρ.) επώδυνη συνουσία.

[λόγ. < νλατ. dyspareunia < dys- = δυσ- + pareunia < αρχ. πάρευν(ος) `σύντροφος στο κρεβάτι΄ -ia = -ία]

δύσπειστος -η -ο [δíspistos] Ε5 : που δύσκολα πείθεται: Δεν έχω ξαναδεί τόσο δύσπειστο άνθρωπο.

[λόγ. < αρχ. δύσπειστος]

δυσπεπτικός -ή -ό [δispeptikós] Ε1 : 1. που έχει σχέση με τη δυσπεψία: Δυσπεπτικές εκδηλώσεις. 2. που υποφέρει από δυσπεψία: Δυσπεπτικό άτομο / παιδί.

[λόγ. < γαλλ. dyspeptique < dyspep(sie) = δυσπεπ- (δυσπεψία) -tique = -τικός]

δύσπεπτος -η -ο [δíspeptos] Ε5 : ANT εύπεπτος. 1. για τροφή που δε χωνεύεται εύκολα: Tα όσπρια είναι δύσπεπτα. 2. (μτφ., μειωτ.) δυσνόητος.

[λόγ. < αρχ. δύσπεπτος]

δυσπερίγραπτος -η -ο [δisperíγraptos] Ε5 : για κτ. πολύ δυσάρεστο ή παράξενο που δύσκολα μπορεί κάποιος να το περιγράψει.

[λόγ. δυσ- περιγραπ- (περιγράφω) -τος (πρβ. ελνστ. δυσπερίγραφος, ίδ. σημ.)]

δυσπεψία η [δispepsía] Ο25 : διαταραχή της πέψης που εκδηλώνεται με διάφορα στομαχικά ενοχλήματα.

[λόγ. < ελνστ. δυσπεψία]

δυσπιστία η [δispistía] Ο25 : αμφιβολία για την αξιοπιστία ενός προσώπου, πολύ επιφυλακτική στάση σε καταστάσεις, γεγονότα ή πράγματα: Aντιμετωπίζω με μεγάλη ~ τις διαβεβαιώσεις του. Tο αγοραστικό κοινό δέχτηκε με ~ το νέο προϊόν. || Πρόταση δυσπιστίας, με την οποία ζητείται η άρση της εμπιστοσύνης προς την κυβέρνηση· (πρβ. πρόταση μομφής).

[λόγ. < ελνστ. δυσπιστία]

δύσπιστος -η -ο [δíspistos] Ε5 : που δεν πιστεύει χωρίς επιφυλάξεις ό,τι βλέπει ή ό,τι ακούει, γιατί υποπτεύεται ότι η πραγματικότητα έχει παραποιηθεί εσκεμμένα ή από άγνοια. ANT εύπιστος: Mε τα επιχειρήματά του πείθει και τον πιο δύσπιστο ακροατή. Οι απογοητεύσεις της ζωής τον έχουν κάνει δύσπιστο. δύσπιστα ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < ελνστ. δύσπιστος]

δυσπιστώ [δispistó] Ρ10.9α : είμαι δύσπιστος απέναντι σε κπ. ή σε κτ.: ~ στα λεγόμενά του.

[λόγ. < ελνστ. δυσπιστῶ]

δυσπλασία η [δisplasía] Ο25 : (ιατρ.) κακή διάπλαση οργάνου ή μέλους του σώματος.

[λόγ. < διεθ. dysplasia < dys- = δυσ- + αρχ. πλάσ(ις) `πλάσιμο΄ -ia = -ία]

< Προηγούμενο   1... 7 8 [9] 10 11 ...13   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες