Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 125 εγγραφές [61 - 70] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- δυσλαλία η [δislalía] Ο25 : (ιατρ.) διαταραχή στην εκφορά του λόγου, στην ομιλία.
[λόγ. < νλατ. dyslalia < dys- = δυσ- + αρχ. λαλ(ιά) `ομιλία, κουβέντα΄ -ia = -ία]
- δυσλειτουργία η [δisliturjía] Ο25 : 1. (ιατρ.) κακή λειτουργία ενός οργάνου ή ενός συστήματος. 2. κακή λειτουργία ενός οργανωμένου συνόλου, ενός θεσμού κτλ.: Παρατηρούνται φαινόμενα δυσλειτουργίας του κρατικού μηχανισμού / του πολιτεύματος.
[λόγ. δυσ- λειτουργία μτφρδ. αγγλ. malfunction]
- δυσλειτουργώ [δisliturγó] Ρ10.9α : δε λειτουργώ καλά, παρουσιάζω φαινόμενα δυσλειτουργίας: Tα σχολεία / τα πανεπιστήμια δυσλειτουργούν.
[λόγ. δυσ- λειτουργώ μτφρδ. αγγλ. malfunction]
- δυσλεξία η [δisleksía] Ο25 : (ιατρ.) διαταραχή του μηχανισμού της ανάγνωσης και της γραφής, που είναι ανεξάρτητη από το βαθμό ευφυΐας του ατόμου· (πρβ. αλεξία).
[λόγ. < γαλλ. dyslexie < dys- = δυσ- + αρχ. λέξ(ις) -ie = -ία]
- δυσλεξικός -ή -ό [δisleksikós] & δυσλεκτικός -ή -ό [δislektikós] Ε1 : που πάσχει από δυσλεξία: Δυσλεξικό παιδί.
[λόγ. < γαλλ. dyslexique < dyslex(ie) -ique = -ικός· λόγ. < αγγλ. dyslectic (-ic = -ικός)]
- δύσληπτος -η -ο [δísliptos] Ε5 : (λόγ.) 1. δυσνόητος. 2. για φάρμακο ή για τροφή που εξαιτίας της γεύσης ή της μορφής του καταπίνεται δύσκολα.
[λόγ. < ελνστ. δύσληπτος `δυσνόητος΄]
- δυσμαί οι [δizmé] Ο γεν. δυσμών, αιτ. δυσμάς : η δύση, μόνο στις λόγιες εκφράσεις εκ δυσμών, από δυτικά. προς δυσμάς, προς τα δυτικά. || (απαρχ. έκφρ.) περί τας δυσμάς του βίου του, προς το τέλος της ζωής του.
[λόγ. < αρχ. δυσμαί]
- δυσμένεια η [δizménia] Ο27 : αρνητική ή και εχθρική διάθεση εναντίον κάποιου προσώπου. ANT εύνοια, ευμένεια: Kομματικά στελέχη που έπεσαν σε ~. Έχει πέσει στη ~ των προϊσταμένων του. Έχει να αντιμετωπίσει τη ~ των πρώην προστατών του. || H ~ της τύχης, κακοτυχία.
[λόγ. < αρχ. δυσμένεια]
- δυσμενής -ής -ές [δizmenís] Ε10 : 1. για κτ. που δημιουργεί δύσκολες ή δυσάρεστες συνθήκες για την πραγματοποίηση κάποιας επιθυμίας, κάποιου στόχου. ANT ευνοϊκός: H κακοκαιρία είχε δυσμενείς επιπτώσεις στη γεωργία. Οι μεταλλωρύχοι εργάζονται με δυσμενείς συνθήκες. ~ απόφαση. Δυσμενείς περιστάσεις. || ~ μετάθεση, σε όχι επιθυμητή υπηρεσία ή πόλη, όταν κάποιος υπάλληλος υποπέσει σε πειθαρχικό παράπτωμα. 2. για πρόσωπο που εκδηλώνει αρνητική ή και εχθρική διάθεση απέναντι σε κπ. ANT ευμενής: Yπήρξε ~ απέναντί μου.
δυσμενώς ΕΠIΡΡ με δυσμένεια: Aντιμετωπίζει ~ τα αιτήματα των υπαλλήλων. Διάκειται ~ απέναντί μου. [λόγ. < αρχ. δυσμενής `εχθρικός΄· λόγ. < αρχ. δυσμενῶς]
- δυσμηνόρροια η [δizminória] Ο27 : (ιατρ.) ακανόνιστη και επώδυνη εμμηνόρροια.
[λόγ. < γαλλ. dysménorrhée < dys- = δυσ- + ménorrhée < αρχ. μηνο- (μήν) + -rrhée = -ρροια (πρβ. έμμηνα)]



