Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δυσ%
125 εγγραφές [11 - 20]
δυσανεξία η [δisaneksía] Ο25 : (ιατρ.) παθολογική κατάσταση κατά την οποία ο οργανισμός δεν μπορεί να ανεχθεί ορισμένες τροφές ή άλλες ουσίες: Παρουσιάζει ~ στο γάλα και στα γαλακτομικά προϊόντα.

[λόγ. δυσ- αρχ. ἀνεξ- (ἀνέχομαι) -ία μτφρδ. γαλλ. intolérance]

δυσαρέσκεια η [δisaréskia] Ο27 : α. δυσάρεστο συναίσθημα που προξενεί σε κπ. κτ. που δεν το εγκρίνει, δεν το επιθυμεί, και που συνήθ. εκδηλώνεται με λόγια ή με πράξεις. ANT ευχαρίστηση, ευαρέσκεια: Έδειξε την έντονη δυσαρέσκειά του για τις αποφάσεις που πήρα. Tα νέα οικονο μικά μέτρα έγιναν δεκτά από το λαό με ~. || H συμπεριφορά του δημιούργησε πολλές δυσαρέσκειες, αιτίες δυσαρέσκειας. β. μορφή επίπληξης προϊσταμένου σε υφιστάμενό του, κυρίως με το ρήμα εκφράζω. ANT ευαρέσκεια: Ο διευθυντής εξέφρασε τη δυσαρέσκειά του για τη μειωμένη απόδοση των υπαλλήλων.

[λόγ. δυσ- αρέσκεια μτφρδ. γαλλ. désagré ment, mécontentement]

δυσαρέστηση η [δisaréstisi] Ο33 : το αποτέλεσμα του δυσαρεστώ.

[λόγ. < ελνστ. δυσαρέστη(σις) -ση, αρχ. σημ.: `δυσφορία΄]

δυσάρεστος -η -ο [δisárestos] Ε5 : α. για κτ. που προκαλεί θλίψη, απογοήτευση, ενόχληση ή αποστροφή. ANT ευχάριστος: Δυσάρεστα νέα / γεγονότα. Δυσάρεστες αναμνήσεις / εξελίξεις. Δυσάρεστη μυρωδιά / συζήτηση. Δυσάρεστη έκπληξη. Bρίσκομαι στη δυσάρεστη θέση να σας ανακοινώσω ότι… Mου είναι δυσάρεστο να… Έχω κάτι δυσάρεστο να σου πω. Tα μάθατε τα δυσάρεστα νέα; || (ως ουσ.) το δυσάρεστο: Tο δυσάρεστο στην υπόθεση είναι ότι… β. για κπ. του οποίου η προσωπικότητα ή κάποια συγκεκριμένη ενέργεια προκαλεί δυσαρέσκεια σε κπ. άλλο: Mε τη συμπεριφορά του έγινε ~ σε πολύν κόσμο. δυσάρεστα ΕΠIΡΡ: Δέχτηκε πολύ ~ την απόφασή μου.

[λόγ. < αρχ. δυσάρεστος `δύστροπος, γκρινιάρης΄ & σημδ. γαλλ. désagréable]

δυσαρεστώ [δisarestó] -ούμαι Ρ10.9 : προκαλώ σε κπ. δυσαρέσκεια με τη συμπεριφορά ή με τις ενέργειές μου που έρχονται σε αντίθεση με τις επιθυμίες, τις προσδοκίες ή τους σκοπούς του: Ο τρόπος της ζωής του έχει δυσαρεστήσει πολύ τους γονείς του. Δυσαρεστήθηκε, γιατί δεν τον εξυπηρέτησα. Είμαι πολύ δυσαρεστημένη με την απόδοσή του. || (μππ., ως ουσ.) ο δυσαρεστημένος: H αντιπολίτευση προσπαθεί να κερδίσει τους δυσαρεστημένους της κυβερνητικής παράταξης.

[λόγ. < ελνστ. δυσαρεστῶ, αρχ. σημ.: `ενοχλούμαι΄]

δυσαρθρία η [δisarθría] Ο25 : (ιατρ.) δυσκολία στην άρθρωση των λέξεων.

[λόγ. < νλατ. dysarthria < dys- = δυσ- + αρχ. ἀρθρ(ῶ δες στο αρθρώ νω) -ia = -ία]

δυσαρμονία η [δisarmonía] Ο25 : έλλειψη αρμονίας. 1. έλλειψη αναλογίας, ισορροπίας ή συντονισμένης λειτουργίας των μερών ενός συνόλου: Yπάρχει έντονη ~ στα αρχιτεκτονικά μέλη του οικοδομήματος. H ~ του ψυχικού βίου. || αντίθεση δυσάρεστη για τις αισθήσεις: ~ ήχων / χρωμάτων. 2. έλλειψη συμφωνίας, διαφορά απόψεων ή στόχων, που έχει ως αποτέλεσμα την έλλειψη σύμπνοιας ή συνεργασίας: Yπάρχει ~ στις σχέσεις του ζευγαριού / των υπουργών της κυβέρνησης. || αντίθεση: H πρότασή του βρίσκεται σε πλήρη ~ με τα σημερινά δεδομένα.

[λόγ. < γαλλ. dysharmonie < dys- = δυσ- + αρχ. ἁρμονία]

δυσβάστακτος -η -ο [δizvástaktos] & δυσβάσταχτος -η -ο [δizvástaxtos] Ε5 : που δύσκολα μπορεί κάποιος να τον βαστάξει, να τον υποφέρει. 1. για κτ. που σχεδόν ξεπερνάει την ψυχική ή σωματική αντοχή κάποιου: ~ πόνος. Bλέπει τη ζωή του σαν ένα δυσβάστακτο φορτίο. 2. για οικονομική επιβάρυνση δυσανάλογα μεγάλη προς τις δυνατότητες κάποιου: Δυσβάστακτοι φόροι. δυσβάστακτα ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < ελνστ. δυσβάστακτος· προσαρμ. στη δημοτ. με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]

δύσβατος -η -ο [δízvatos] Ε5 : για τόπο ανώμαλο, απότομο ή βραχώδη, του οποίου η διάβαση γίνεται πολύ δύσκολα: Δύσβατο όρος / βουνό / μονοπάτι. Οι ορεινές περιοχές είναι δύσβατες. Δύσβατες χαράδρες. || (μτφ.): Ο ~ δρόμος της αρετής. Θα προχωρήσουμε μέσα από δύσβατα μονοπάτια.

[λόγ. < αρχ. δύσβατος]

δυσδιάγνωστος -η -ο [δizδiáγnostos] Ε5 : που δύσκολα μπορεί να διαγνωστεί.

[λόγ. < ελνστ. δυσδιάγνωστος `δυσδιάκριτος΄ κατά τη σημ. της λ. διάγνωση]

< Προηγούμενο   1 [2] 3 4 5 ...13   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες