Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: δυαδικό
2 items total [1 - 2]
δυαδικός -ή -ό [δiaδikós] Ε1 : που αναφέρεται σε μια δυάδα. 1. (μαθημ., πληροφ.) Δυαδικό σύστημα, που έχει ως βάση τον αριθμό δύο και κατά το οποίο χρησιμοποιούνται μόνο δύο σύμβολα, τα ψηφία 0 και 1. Δυαδικό ψηφίο, μονάδα που χρησιμοποιείται για την εντροπία και για την ποσότητα της πληροφορίας. 2. που αποτελείται από δύο μέρη: Δυαδική εξουσία, από δύο φορείς εξουσίας. Δυαδική οργάνωση, τρόπος οργάνωσης ορισμένων πρωτόγονων κοινωνιών.

[λόγ. < ελνστ. δυαδικός `που αναφέρεται στον αριθμό δύο΄ σημδ. γαλλ. binaire]

δυαδικότητα η [δiaδikótita] Ο28 : η ιδιότητα του δυαδικού.

[λόγ. δυαδικ(ός) -ότης > -ότητα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go