Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δρων
1 εγγραφή
δρων -ώσα -ων [δrón] Ε12στ : (λόγ.) που δρα, που ανταπτύσσει μια δραστηριότητα ή που ασκεί κάποια επενέργεια: ~ στέλεχος, ενεργό.

[λόγ. < αρχ. δρῶν `αυτός που πράττει΄ (μεε. του ρ. δρῶ)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες