Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- δρων -ώσα -ων [δrón] Ε12στ : (λόγ.) που δρα, που ανταπτύσσει μια δραστηριότητα ή που ασκεί κάποια επενέργεια: ~ στέλεχος, ενεργό.
[λόγ. < αρχ. δρῶν `αυτός που πράττει΄ (μεε. του ρ. δρῶ)]



