Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- δρυς η [δrís] Ο γεν. δρυός, αιτ. δρυ, πληθ. δρύες, γεν. δρυών, αιτ. δρυς : η βελανιδιά, κυρίως όταν αναφερόμαστε στην ξυλεία που μας δίνει αυτό το δέντρο: Πόρτες / έπιπλα από δρυ, δρύινα. (απαρχ.) ΦΡ δρυός πεσούσης πας ανήρ ξυλεύεται*.
[λόγ. < αρχ. δρῦς]



