Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δροσοφ
1 εγγραφή
δροσόφυλλα τα [δrosófila] Ο40 : (βοτ.) γένος εντομοφάγων φυτών.

[λόγ. < νλατ. drosophylla πληθ. του drosophyllum < droso- = δροσο- + αρχ. φύλλον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες